Οταν τέσσερις έφηβοι φίλοι ανακαλύπτουν ένα παλιό βιντεοπαιχνίδι με ένα όνομα που δεν έχουν ακούσει ποτέ, μπαίνουν μέσα στη ζούγκλα του Jumanji και παίρνουν το άβαταρ που διάλεξαν. Ο έμπειρος παίχτης Σπένσερ γίνεται ένας μυώδης τυχοδιώκτης, ο αθλητής Φριντζ χάνει το μισό του ύψος αλλά γίνεται Αϊνστάιν, η δημοφιλής Μπέθανι μεταμορφώνεται σε έναν μεσήλικα καθηγητή και η ντροπαλή Μάρθα είναι μια σκληροτράχηλη πολεμίστρια. Αυτό που ανακαλύπτουν είναι ότι το Jumanji δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι – πρέπει πραγματικά να επιβιώσεις. Για να κερδίσουν και να επιστρέψουν στον πραγματικό κόσμο, πρέπει να ζήσουν την πιο επικίνδυνη περιπέτεια της ζωής τους, να ανακαλύψουν τι άφησε πίσω του ο Αλαν Πάρις είκοσι χρόνια πριν και να μάθουν να… παίζουν παρέα, χρησιμοποιώντας τα δυνατά στοιχεία του καθένα. Αλλιώς θα μείνουν μέσα στο παιχνίδι για πάντα.
Δεν είναι παράλογο που για αρκετούς η πρώτη ταινία βασισμένη στο βιβλίο του Κρις Βαν Αλσμπουργκ, το «Jumanji», με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, πίσω στο 1995, κρατά μια ειδική θέση στην καρδία τους. Σίγουρα δεν θα την χαρακτήριζε κάποιος «κλασική», αλλά το φιλμ του Τζο Τζόνσον για εκείνο το μαγικό επιτραπέζιο παιχνίδι που δεν μπορούσες να μαντέψεις τι θα σου τύχαινε κάθε φορά που έριχνες τα ζάρια, κατάφερε, έστω και για λίγες ώρες, μέσω και των χαοτικών σκηνών δράσης του, και κυρίως της δυναμικής παρουσίας του Ρόμπιν Γουίλιαμς, να εκπληρώσει αυτό που υποσχόταν: να είναι μια ταινία «για εκείνους που ψάχνουν να βρουν έναν τρόπο να αφήσουν τον κόσμο τους πίσω».
Πάνω από 20 χρόνια μετά, ετοιμαζόμαστε να μπούμε ξανά στον μαγικό κόσμο του «Jumanji», αυτή την φορά όμως αφήνοντας πίσω τα ζάρια και πιάνοντας τα χειριστήρια, μιας και το επιτραπέζιο παιχνίδι μεταμορφώνεται σε ένα μαγικό video game που ρουφάει στον κόσμο του όποιον προσπαθεί να το παίξει, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τόσο τους φανς της παλιάς ταινίας όσο και να προσεγγίσει ένα πιο νεανικό κοινό το οποίο (ίσως) θεωρεί τα επιτραπέζια ξεπερασμένα.
Πολλοί, και μόνο στην ιδέα ενός τέτοιου σίκουελ, με έναν τίτλο που το πρώτο πράγμα που θυμίζει είναι τραγούδι των Guns N' Roses παρά ταινία, θα περίμεναν πως η προσπάθεια του σκηνοθέτη Τζέικ Κάσνταν (γνωστός από τις ταινίες «Bad Teacher» και «Sex Tape») να αναβιώσει μια τόσο πολυαγαπημένη ταινία, θα ήταν τουλάχιστον καταστροφική. Ο Κάσνταν, ωστόσο, κάνει φιλότιμες προσπάθειες να κρατήσει ζωντανή την ψυχή της πρώτης ταινίας, με σκηνές δράσης που θυμίζουν λίγο από την μαγεία της παλιάς, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δώσει και μια νέα πνοή στον κόσμο του Βαν Αλσμπουργκ αναμειγνύοντας στην ιστορία κάτι από την, μερικές φορές παράλογη, φιλοσοφία των video games.
Αυτό λειτουργεί, έστω και λίγο, στο πρώτο μισό της ταινίας, όπου ο κόσμος του Jumanji μοιάζει ανεξερεύνητος, μαγικός, και οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού δείχνουν να έχουν ένα ενδιαφέρον. Γρήγορα όμως αυτή η επίμονη μοντερνοποίηση ενός αγαπημένου παιχνιδιού, δείχνει ακόμα πιο παλιομοδίτική και κλισέ. Η ιστορία χτυπά με γνωστούς ρυθμούς, χωρίς κάποια έκπληξη ή ανατροπή, και τα αστεία (ακόμη και αυτά για τις τρεις ζωές του κάθε χαρακτήρα, τα ρούχα των γυναικείων χαρακτήρων ή την παράλογη φύση κάποιων παιχνιδιών - όλα εμπνευσμένα από τη λογική των βιντεοπαιχνιδιών) δεν πετυχαίνουν ποτέ τον στόχο τους. Δείχνουν άβολα και τις περισσότερες φορές, κακόγουστα.
Το πιο αδύναμο σημείο του reboot του «Jumanji», είναι, όμως, οι χαρακτήρες του, οι οποίοι στην αρχή μοιάζουν σαν να έχουν βγει από ένα παράλληλο σύμπαν του «Breakfast Club», και μέσα από αυτή την ιδιοτροπία τους ίσως είναι και η μοναδική στιγμή που αποκτούν και το παραμικρό ενδιαφέρον. Οταν μπαίνουν στο παιχνίδι, και βολεύονται μέσα στα ψηφιοποιημένα άβατάρ τους, δεν αναπτύσσονται ποτέ σε κάτι παραπάνω από χάρτινους κακογραμμένους δευτερεύοντες χαρακτήρες ενός μέτριου video game. Ακόμα και ο χαρακτήρας του Τζακ Μπλακ, ενός άνδρα που είναι το άβαταρ μιας κοπέλας που το μόνο που σκέφτεται είναι τα αγόρια και το instagram (τι ωραία ιδέα!), μοιάζει τελείως ανεκμετάλλευτος.
Το «Jumanji: Καλώς Ηρθατε στη Ζούγκλα» δεν είναι η συνέχεια που πολλοί από τους φανς του παιχνιδιού και της πρώτης ταινίας περίμεναν. Μπορεί να βρει το κοινό της σε πιο νεαρές ηλικίες, αλλά και πάλι, σε περίπτωση μιας ακόμη συνέχειας (που δεν αποκλείεται μετά την επιτυχημένη καριέρα της ταινίας στα ταμεία του κόσμου) το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι δημιουργοί της είναι να αφήσουν τα χειριστήρια και να ξαναρίξουν τα ζάρια. Αλλιώς η σειρά δεν θα αργήσει να πει και το δικό της game over.