Ούτε η Τζούλιετ, ούτε κανείς άλλος δεν απογυμνώνεται, σωματικά ή συναισθηματικά, στη νέα ταινία του Τζέσι Πέρετς που, ωστόσο, ξετυλίγεται ως μια οικεία και χαριτωμένη κομεντί, κάπου ανάμεσα στο «High Fidelity» και το «Notting Hill», χωρίς να φτάνει τη γοητεία καμιάς από τις δυο ταινίες.

Ο Τζέσι Πέρετς, σκηνοθέτης του «Our Idiot Brother» και μπόλικων επεισοδίων «Girls» και «Glow» μεταξύ άλλων, μεταφέρει στην οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Νικ Χόρνμπι του 2009, με ένα τρίο σεναριογράφων, ανάμεσά τους τον σταθερό συνεργάτη τού Αλεξάντερ Πέιν, Τζιμ Τέιλορ και την Ταμάρα Τζένκινς.

Ηρωίδα είναι η Ανι, η «κοπέλα της διπλανής πόρτας», που ζει μια ζωή χωρίς συγκινήσεις, σε μια πανέμορφη παραθαλάσσια αγγλική κωμόπολη. Δουλεύει στο τοπικό μουσείο και μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στην αδελφή της με τα αλλεπάλληλα αποτυχημένα φλερτ της και στον σύντροφό της, τον Ντάνκαν, καθηγητή στο πανεπιστήμιο, ο οποίος, όμως, περισσότερο απ' ό,τι στη δουλειά του και, ξεκάθαρα, στην Ανι, αφιερώνει το χρόνο και τη λατρεία του στο ίνδαλμά του, τον ροκ σταρ των '90ς Τάκερ Κρόου και το fan blog που έχει στήσει γι' αυτόν.

Σ' ένα ξέσπασμα αγανάκτησης για τον τυφλό θαυμασμό του Ντάνκαν, η Ανι θα δημοσιεύσει στο blog του μια ισοπεδωτικά αρνητική κριτική για ένα νεοανακαλυφθέν bootleg ενός ερωτικού τραγουδιού του Τάκερ Κρόου, του «Juliet, Naked»: μόνο που, αντί για την οργή του Ντάνκαν, το κείμενο θα προκαλέσει το ενδιαφέρον του Κρόου, που θα οδηγήσει σε μια αναπάντεχη γνωριμία του με την Ανι.

Ντυμένο με την τρυφερή μελαγχολία της ασταμάτητης εφηβείας και του fandom, το φιλμ είναι μια τυπική ρομαντική κομεντί που προσθέτει στη βασική, απλοϊκή ιστορία της μικρά ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία που την κάνουν λίγο πιο αξιομνημόνευτη. Η ιδέα του αποκαθηλωμένου ινδάλματος, των προσωπικών μύθων που είναι πιο ουσιαστικοί από τους ποπ μύθους, των γυναικών που ζουν στη σκιά διάσημων αντρών, όλα αυτά κρύβονται κάπου μέσα στις συναντήσεις και τους διαλόγους της Ανι και των γύρω της, χωρίς ν' αποκτούν ποτέ βάρος.

Αντίθετα, εκείνο που στην ταινία έχει το πάνω χέρι, είναι η γλυκιά αίσθηση της ελαφρότητας και μια λεπτή μελαγχολία: από τα ξύλινα σπίτια και το θαλασσινό γκρίζο του Κεντ, όπου γυρίστηκε η ταινία, μέχρι το βλέμμα της Ανι που θα ήθελε να έχει κάνει ένα παιδί, ενώ αποδέχτηκε να ζει μ' ένα 40χρονο αγόρι (άβολες οι σκηνές όπου η Ρόουζ Μπερν κουβεντιάζει γι' αυτό το κενό στη ζωή της, ενώ η ηθοποιός είναι ολοφάνερα ετοιμόγεννη).

Το μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας είναι το πρωταγωνιστικό της τρίο. Ο Κρις Ο'Ντάουντ προκαλεί αντανακλαστικό χαμόγελο και μόνο με την παρουσία του, η Ρόουζ Μπερν ανταποκρίνεται τέλεια στο ρόλο της συνηθισμένης-με-κάτι-έξτρα ηρωίδας κι ο Ιθαν Χοκ είναι ιδανικός ως σέξι, ελαφρώς παρηκμασμένος, ακαταμάχητα γοητευτικός σταρ - καθόλου τυχαίο ότι οι φωτογραφίες του Τάκερ Κρόου που γεμίζουν τους τοίχους του Ντάνκαν, είναι η επετηρίδα φωτογραφήσεων και εξωφύλλων του ίδιου του ηθοποιού.

Η ταινία αντλεί την ενέργειά της, όχι από την κωμικότητα των διαλόγων της, που είναι μάλλον επίπεδοι, ούτε κι από την πρωτοτυπία του σεναρίου της, που είναι ένα στολισμένο κλισέ. Αλλά από την πάντα πετυχημένη ιδέα ενός ξεχωριστού, υπερβατικού συμβάντος σ' ένα μικρό, προστατευμένο μέρος και, φυσικά, από τις ανταλλαγές των τριών ηθοποιών που μπερδεύονται απολαυστικά στις αμηχανίες και τ' απωθημένα τους, για να ντύσουν την «Τζούλιετ» με χάρη, μπρίο κι έναν διστακτικό, ενήλικο κυνισμό.