O Χάιντερ είναι ο μικρότερος γιος ενός πατριάρχη που ζει μαζί με τους δυο γιους του, τις συζύγους τους και τα τέσσερα παιδιά του μεγαλύτερου γιου στο ίδιο σπίτι, στη Λαχόρι του Πακιστάν. Ο Χεντέρ δεν έχει δουλειά και έτσι έχει αναλάβει τις δουλειές του σπιτιού, ενώ η σύζυγος του, η Μουμτάζ δουλεύει ως μακιγιέζ σε ένα ινστιτούτο αισθητικής. Ολοι περιμένουν τον διάδοχο που δεν έρχεται από τον μεγαλύτερο γιο, μετά από τέσσερις κόρες, κι έτσι ο Χάιντερ πιέζεται να βρει δουλειά και να αφήσει έγκυο τη Μουμτάζ, ικανοποιώντας τα όνειρα του πατέρα του, αλλά και μιας καταπιεστικής, βαθιά συντηρητικής οικογένειας. Θα βρει δουλειά, αλλά όχι ακριβώς αυτό που σκεφτόταν ακόμη και ο ίδιος, σαν χορευτής στο ερωτικό μπαλέτο μιας τρανσέξουαλ, της Μπίμπα. Διστακτικός στην αρχή, θα πει το ναι, αφού νιώθει μια ακατανίκητη έλξη για την Μπίμπα, αρχικά θα κρύψει τη νέα του δουλειά από την οικογένεια του, αλλά τελικά θα το παραδεχτεί αφού έχει ήδη αναγκάσει τη σύζυγό του να εγκαταλείψει τη δουλειά της και να μείνει, όπως κάθε γυναίκα οφείλει, στο σπίτι πριν βυθιστεί σταδιακά στην κατάθλιψη.

Για πολλή ώρα μέσα στο σύμπαν του «Joyland» προσπαθείς να καταλάβεις αν το ντεμπούτο του με περγαμηνές από το Columbia (και βραβείο στους Ορίζοντες της Βενετίας για τη μικρού του μήκους «Darling») Πακιστανού Σαίμ Σαντίκ μιλάει για τους άντρες που σπάνε - με ένα κάποιο τίμημα - τα πατριαρχικά πρότυπα στο σύγχρονο Πακιστάν, για τις γυναίκες και τους διαφορετικούς δρόμους - με το μεγαλύτερο τίμημα - που επιλέγουν απέναντι στις επιθυμίες τους ή τελικά για τον επαναπροσδιορισμό του φύλου γενικότερα σε μια κοινωνία που μοιάζει εγκλωβισμένη στον κενό χώρο ανάμεσα στην παράδοση και τη νέα εποχή της.

Δεν χρειάζεται να προσπαθείς. Το «Joyland» - πικρό, μελαγχολικό και ειρωνικό όσο και ο τίτλος του - μιλάει για όλα τα παραπάνω, βάζοντας το δάχτυλο του σε όλες τις παθογένειες που συντηρούν ένα ασφυκτικό σύστημα προκαθορισμένων ρόλων για άντρες και γυναίκες, με αυτόν που παρεκκλίνει να είναι συχνά ο μοχλός της αλλαγής. Ηρωας και θύμα μαζί, ένας άνθρωπος - ρωγμή, ικανή πολλές φορές να γκρεμίσει ένα οικοδόμημα που μοιάζει ακλόνητο στην αναπαραγωγή του μέσα στις δεκαετίες.

Δεν έχει σημασία αν εδώ αυτός ο άνθρωπος είναι ο Χάιντερ, ένας άντρας που φοβισμένα στην αρχή, με μεγαλύτερη συνείδηση στη συνέχεια αρχίζει να αποδέχεται τη διαφορετική φύση του. Δεν έχει σημασία αν αυτός ο άνθρωπος είναι η Μουμτάζ που δεν θέλει η αποστολή της στη ζωή να είναι η «μητέρα του διαδόχου», που δεν την ενδιαφέρει να φορά στενά ρούχα και που βρίσκει τη δική της ολοκλήρωση σε μια μέρα δουλειάς στο ινστιτούτο αισθητικής. Δεν έχει σημασία αν αυτός ο άνθρωπος είναι η Μπίμπα, μια τρανσέξουαλ που προσπαθεί να επιβληθεί με την τέχνη της σε ένα κόσμο που θα προτιμούσε ή να την χλευάζει ή να τη δει νεκρή όπως μια από τις φίλες της.

Οι τρεις τους, υπέροχα ερμηνευμένοι από τους Αλί Τζουνέλο, Ράστι Φαρούκ και Αλίνα Καν, αντίστοιχα, εκπροσωπούν ένα νέο κόσμο που προσπαθεί να βρει το βηματισμό του, με τη Μπίμπα να είναι αυτή που ξέρει ακριβώς ποιο είναι το όνειρο της ζωής της, τι ζητά από τους άλλους, τους τρόπους για να επιβιώνει. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με τους άλλους δύο: αντιμέτωποι με τις νέες αλήθειες της ζωής τους, ο Χάιντερ και η Μουμτάζ θα παραπατήσουν, θα προσπαθήσουν να κρατηθούν από ό,τι έχει απομείνει από τις ζωές τους, χωρίς να είναι σίγουροι ότι επιθυμούν το μέλλον που τους επιφυλάσσει η ζωή που δεν επέλεξαν.

Γυρισμένο με τη φυσικότητα ενός βλέμματος που ξέρει καλά τους ήρωες του αλλά και τη χωροταξία μιας πόλης που μοιάζει να πρωταγωνιστεί επίσης σαν ένα άλλο «joyland» γεμάτο κρυμμένες εκπλήξεις και αναπάντεχες εξόδους κινδύνου, το «Joyland» δεν είναι σίγουρα μια ταινία για τη σχέση ενός άντρα με μια τρανσέξουαλ - αν και αυτό μοιάζει να είναι το αφηγηματικό κέντρο του φιλμ που «κλείνει το μάτι» στην queer κουλτούρα του Πακιστάν και (τουλάχιστον στη σκηνή με το φωτιστικό που περνάει πάνω από τους δύο εραστές) στην «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα.

Περισσότερο σαν αφορμή τελικά, η σχέση του Χάιντερ με την Μπίμπα είναι η ομπρέλα μιας μεγαλύτερης αμφισβήτησης όρων όπως ο ανδρισμός, η θηλυκότητα και τελικά των ρόλων που καλείται να υποδυθεί ένας άντρας ή μια γυναίκα έξω από το λούνα-παρκ της αυτοδιάθεσης και της ελεύθερης επιλογής. Η ριψοκίνδυνη διαδρομή των τριών πρωταγωνιστών θα έχει άλλη κατάληξη για τον καθένα, στο σημείο όπου και η ταινία μοιάζει αναποφάσιστη για το (πόσο τραγικό θα είναι το) μέλλον τους, αφηγούμενη ωστόσο με ειλικρίνεια, ενσυναίσθηση, ένα touch αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά και μια πηγαία απελευθερωτική διάθεση ένα λες σύγχρονο μύθο που υπογραμμίζει χωρίς να νουθετεί, που κατακρίνει χωρίς να κρίνει, που ονειρεύεται την αλλαγή ακόμη κι όταν αυτή είναι πολύ νωρίς για να έρθει.