Παρά την προφανή επιθυμία της δημιουργού της, είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στη «Jeanne du Barry» της Μαϊγουέν και στον... «Barry Lyndon» του Κιούμπρικ.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επιλέξει κανείς να κάνει σήμερα μια βιογραφία τής Ζαν ντι Μπαρί, τής πανέμορφης, ακαταμάχητης πληβείας που έγινε η «ευνοούμενη» τού Λουδοβίκου του 15ου, πριν χάσει το κεφάλι της στην γκιλοτίνα την εποχή τού Μεγάλου Τρόμου. Θα μπορούσε να είναι μια αλληγορία για τη γυναικεία δύναμη, την αυθεντικότητα. Για τους σκοτεινούς διαδρόμους στο αρχιτεκτόνημα τής εξουσίας. Για τη σύγχρονη Γαλλία, ή τη σύγχρονη Ευρώπη, που αναζητά τις δημοκρατικές ρίζες της. Για την ταξική διαστρωμάτωση ή τις καταστροφικές «αυλές», τότε και τώρα. Η Μαϊγουέν, μια δεκαετία μετά το ενδιαφέρον, τουλάχιστον, «Polisse» και επτά χρόνια μετά το φλύαρο «Ο Βασιλιάς μου», γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε μια βιογραφία τής Ζαν ντι Μπαρί σαν σουφλέ που φουσκώνει και πέφτει, χωρίς λόγο ύπαρξης, παρά για κλεφτές ματιές από το εσωτερικό των Βερσαλλιών.
Η ταινία πιάνει τη Ζαν ντι Μπαρί από την αρχή της ζωής της - όταν το κοριτσάκι, πάμπτωχο αλλά όμορφο σαν ανάσα ζωής, απέκτησε μια στοιχειώδη μόρφωση σε μοναστήρι, εκμεταλλεύτηκε (αξιοποίησε;) τα φυσικά προσόντα της για ν' ανέβει κοινωνικά, παντρεύτηκε τον Κόμη ντι Μπαρί που την εξέδιδε αλλά ένας αγαπημένος της πελάτης, ελπίζοντας σε ανταλλάγματα, τη σύστησε στον Βασιλιά Λουδοβίκο 15ο. Πράγματι, ο Λουί την ερωτεύτηκε παράφορα και την έκανε ευνοούμενή του, δηλαδή πρώτη ανάμεσα στις ερωμένες του, ως το θάνατό του.
Οι προθέσεις τής Μαϊγουέν (ή η έλλειψή τους), γίνονται προφανείς από την αρχή. Η ιστορία τής Ζαν ρομαντικοποιείται αφελώς, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα περίτεχνα γυρίσματα στις εξοχές και στις Βερσαλλίες (μέρος της ταινίας γυρίστηκε πράγματι μέσα στο ανάκτορο, άλλα μέρη σε στούντιο). Κάτι λίγο πάει να ειπωθεί για μια επαναστάτρια στα σαλόνια του κατεστημένου, αλλά μπλέκεται σε ανερμάτιστες κουβέντες και χαχανητά. Ο Τζόνι Ντεπ, ντουμπλαρισμένος στα γαλλικά φυσικά αλλά έτσι κι αλλιώς λιγομίλητος, παρά τα παραλειπόμενα τής παρουσίας του στις Κάννες και δη στην ταινία έναρξης, παίζει όπως εκείνος ξέρει καλύτερα, με τα εκφραστικά του μάτια, το μελαγχολικό χαμόγελο, την παιδική απορία, την καλά κρυμμένη κωμικότητα, που δεν χρειάζονται λέξεις σε καμία γλώσσα. Η Μαϊγουέν, από την άλλη, δεν είναι παρά... η Μαϊγουέν, μέτρια ως ηθοποιός, μ' ένα πρόσωπο λαμπερό αλλά sui generis, ψιλόλιγνη, άχαρη, οπωσδήποτε μοντέρνα σ' ένα φιλμ που δεν κάνει τίποτε για να εκμοντερνίσει την ηρωίδα του.
Αντίθετα, η ταινία αγκαλιάζει το ταλέντο του διευθυντή φωτογραφίας Λοράν Νταϊγιάν, που γυρίζει σε φιλμ 35mm, με κάδρα είτε λουσμένα στο φυσικό εξωτερικό φως, είτε κρυφαναμμένα με κεριά, είτε ανοιχτά στη μοναχικότητα τής φύσης, είτε παραγεμισμένα με φτιασιδωμένους αριστοκράτες στα εκτυφλωτικά σαλόνια με τους καθρέφτες ή χαμηλοφωτισμένα μελαγχολικά. Είναι ξεκάθαρο, αυτή εδώ η ταινία είναι ο «Barry Lyndon» τής Μαϊγουέν, αριστοτεχνικά φωτισμένος, με αθεμελίωτες, λες τυχαίες, ποπ πινελιές, κυρίως χωρίς σενάριο. Αφηγηματική, επιφανειακή, η «Jeanne du Barry» ακολουθεί τα χρόνια της ζωής και της δράσης τής Ζαν, λες κι έξω από το παλάτι δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει πεινασμένος λαός, δεν υπάρχουν εντάσεις, μέσα στη Γαλλία αλλά και στα σύνορά της, λες κι ο κόσμος όλος στρέφεται γύρω από τα ups και τα downs μιας αντίξοης σχέσης.
Κι αυτό, ούτε καν σκόπιμα, πες από άποψη, πες γιατί θέλησε η Μαϊγουέν να απομονώσει μια ιστορική σχέση και να την αναλύσει. Απλώς με μια σειρά από ατάκτως ερριμμένες ομορφιές, με πλούτο παραγωγής εφάμιλλο του στέμματος (με τη συμβολή στη χρηματοδότηση τού φεστιβάλ Red Sea της Σαουδικής Αραβίας), μ' ένα ξόδεμα και μια εικαστική πολυλογία που δεν έχει κορμό να στηριχτεί και, τελικά, με μια σάχλα που φέρνει στο νου τις ταινίες τής Αλίκης Βουγιουκλάκη και χάνει στη σύγκριση.