Les Alles, 60ς. Η κακόφημη συνοικία του Παρισιού, στέκεται μακριά από την λάμψη του κέντρου, του αριστοκρατικού μεγαλείου των Ηλυσίων Πεδίων, ή της καλλιτεχνικής υπόστασης της Μονμάρτης. Σε αυτό το 2ο διαμέρισμα του Παρισιού βρίσκει κανείς την κεντρική κρεαταγορά - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στα τσιγκέλια των χονδρέμπορων, φρέσκο κρέας. Στα πεζοδρόμια της οδού «Καζανόβα», η πιάτσα των κοριτσιών. Κι όπως ανενδοίαστα αποκαλύπτει ο αφηγητής μας, πρωταγωνίστρια όλων η διαφθορά. Στο απέναντι καφέ, τα πίνουν μαζί νταβατζήδες και αστυνομικοί. Ολοι χρηματίζονται, όλοι κάνουν τα στραβά μάτια.
Μέχρι που στη γειτονιά σκάει ένας νέος, έντιμος αστυνομικός, ο Νέστορ. Επιχειρώντας να κάνει το καθήκον του, αγνοεί το καλά οργανωμένο δίκτυο διαπλοκής (ανάμεσα στους πελάτες των κοριτσιών υπάρχουν κι ανώτεροί του αξωματικοί) και... απολύεται. Εχει προλάβει όμως να γνωρίσει τη γλυκιά Ιρμα. Μία παμπόνηρη πόρνη με χρυσή καρδιά, που αναγνωρίζει πόσο διαφορετικός είναι ο Νέστορ από όλους τους άλλους και τον ερωτεύεται. Με τον μόνο τρόπο που ξέρει: τον κάνει προστάτη της και επιμένει να συνεχίζει το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Ομως ο Νέστορ, όντως, δεν είναι σαν όλους τους άλλους. Ζηλεύει τρελά κι αποφασίζει να φέρει σε εφαρμογή ένα μεγάλο κόλπο. Μεταμφιέζεται σε πλούσιο Αγγλο Λόρδο, ο οποίος πληρώνει αδρά τις εβδομαδιαίες του επισκέψεις στην Ιρμα, ώστε να την έχει αποκλειστικά δική του. Αυτό φυσικά αναγκάζει τον καταχρεωμένο Νέστορ να δουλεύει κρυφά τα βράδια στην αγορά, την Ιρμα να προτιμά τη συντροφιά του alter ego του και όλα να οδηγούν σ' ένα μεγάλο μπέρδεμα.
Το 1956 το γαλλικό μιούζικαλ «Η Γλυκιά Ιρμα», σε κείμενα του Αλεξάντρ Μπρεφό και τραγούδια της Μεργκερίτ Μονό, ανέβηκε με επιτυχία σε Παρίσι, Μπρόντγουεϊ και το Λονδίνο. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Μπίλι Γουάιλντερ αποφάσισε να αφαιρέσει τα τραγούδια και να μεταφέρει την ιστορία στη cinemascope μεγάλη οθόνη, ως φαρσική κωμωδία. Πολύ αργότερα, και παρόλο το ρεκόρ εισιτηρίων της ταινίας, ο σκηνοθέτης παραδέχθηκε ότι αυτή ήταν μία λάθος κίνηση. Οπως και λάθος του ήταν να μη χρησιμοποιήσει την Μπριζίτ Μπαρντό (που οι φήμες θέλουν ότι κυνήγησε το ρόλο), καθώς μία γαλλίδα ίσως προσέδιδε στην ταινία έναν απαιτούμενο ρεαλισμό (όχι, ότι μπορεί να χωρέσει αυτούσιος ρεαλισμός σε μία κωμωδία για την πορνεία).
Η αλήθεια είναι ότι ο Γουάιλντερ απέτυχε - τουλάχιστον σε αυτό που είχε οραματιστεί. Μία κωμωδία που θα σατίριζε ανελέητα τον αμερικανικό πουριτανισμό, με τον τρόπο των screwball comedies του Ερνστ Λιούμπιτς. Με τον τρόπο που ο ίδιος ο Γουάιλντερ το είχε πετύχει με το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», κι ακόμα πιο ξεκάθαρα με το «7 Χρόνια Φαγούρα». Ανάλαφρες, ευκολόπιοτες κωμωδίες, με τολμηρά θέματα που γλιστρούσαν υπόγεια στην συλλογική συνείδηση (από την πολυγαμικότητα, μέχρι τη σεξουαλική διαφορετικότητα - hey nobody's perfect!).
O Γουάιλντερ εδώ ήθελε να χρησιμοποιήσει το γοητευτικό παριζιάνικο ντεκόρ (το εξαιρετικό art direction και σκηνικό του Αλεξάντρ Τρονέ είναι από τα καλύτερα πράγματα στην ταινία) με τους χρωματιστούς, υγρούς, πολυσύχναστους δρόμους της αγοράς, των καφέ, των εστιατορίων της εργατιάς για να πει κάτι πολύ μεγαλύτερο από τη χαριτωμένη ιστορία μιας πόρνης κι ενός πρώην αστυνομικού. Τον ενδιέφερε να εξερευνήσει την φύση της ανθρώπινης ζήλειας, του ανδρικού εγωισμού όταν ερωτεύεται μια γυναίκα που δεν ανήκει σε κανέναν.
Ομως η πυκνή ιστορία συνεχών ανατροπών σε μία διάρκεια διόμιση ωρών δεν βοήθησε, αντιθέτως ξεχείλωσε τη δύναμη κάθε μηνύματος, ενώ οι σεκάνς του σλάπστικ έγειραν την μπάρα των ισορροπιών προς τη φάρσα, κι όχι τη σάτιρα.
Και πώς να μην αξιοποιήσεις έναν ανεξάντλητο Τζακ Λέμον, ο οποίος παίζει με τις μεταμφιέσεις του χαρακτήρα, παίζει και με τα όριά του: η τρυφερή του εκφραστικότητα στο σωματικό χιούμορ προσδίδει ανθρωπιά στον Νέστορ, κι αυτή η ανθρωπιά σώζει τον Λόρδο από την καρικατούρα. Ο σήμα κατατεθέν γενναίος αυτοσαρκασμός του Λέμον, συναντά το γαλλικό βοντβίλ, με μία ερμηνεία που σε πολλές στιγμές θυμίζει ήρωες του βωβού σινεμά.
Κι ο Γουάιλντερ κάνει πράγματι λάθος, μιλώντας για την πρωταγωνίστριά του. Η Σίρλεϊ ΜακΚλέιν (στο ρόλο που της χάρισε την τρίτη της οσκαρική υποψηφιότητα) σώζει την ταινία. Μία σέξι γαλλίδα θα ήταν πολύ κυριολεκτική. Η ΜακΛέιν παίζει κόντρα στην γλύκα του τίτλου της. Είναι κυνική, πανέξυπνη, ωμή, αυθάδης - ένα αγοροκόριτσο που φορά τις καλτσοδέτες της ως πανοπλία.
Οχι, εδώ το δίδυμο Λέμον- ΜακΚλέιν δεν πετυχαίνει την ίδια αβίαστη χημεία της «Γκαρσονιέρας» κι αυτό γιατί οι δύο πρωταγωνιστές δεν έχουν να δουλέψουν με μία στιβαρή πρώτη ύλη , ένα όμοια δυνατό σενάριο. Ομως είναι απόλαυση να τους χαζεύεις μαζί, σ' αυτό τον γοητευτικό διάλογο που κάνουν τα βλέμματα των μεγάλων κωμικών, πριν ακόμα ανοίξουν το στόμα τους. Είναι υπέροχο να τους ακούς να συνθέτουν τις screwball ατάκες τους σε μία τόσο φυσική μεταξύ τους τονικότητα.
Οπότε, ίσως κι αυτό να σκέφτηκε κι ο Γουάιλντερ: δε θα λείψουν σε κανέναν τα τραγούδια (ειρωνικά, η μουσική είναι το μόνο Οσκαρ της ταινίας).