Ο Ρίτσαρντ Σέρμαν θέλει να εκμεταλλευτεί την απουσία της οικογένειας του για να ζήσει λίγες μέρες ως εργένης. Η πανέμορφη ξανθιά που μένει στον επάνω όροφο, τραβάει την προσοχή του και αρχίζει να περνά χρόνο μαζί της. Οι συναντήσεις τους είναι αθώες, και όποια σκέψη μπορεί να έχει για εκείνη, διαδραματίζεται μόνο στη φαντασία του.

«Είναι απλά απαίσια εκεί πάνω... Δεν είμαι φτιαγμένη για τη ζέστη. Αυτό είναι το πρώτο καλοκαίρι μου στη Νέα Υόρκη και στην κυριολεξία με σκοτώνει. Ξέρεις τι δοκίμασα χθες; Προσπάθησα να κοιμηθώ στην μπανιέρα. Απλά ξάπλωσα εκεί μέχρι το λαιμό μέσα σε κρύο νερό. Αλλά κάτι πήγαινε στραβά με τη βρύση. Ετρεχε. Με κρατούσε ξύπνια, οπότε ξέρεις τι έκανα; Εβαλα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μου και το σφήνωσα εκεί. Το πρόβλημα ήταν ότι το δάχτυλο μου κόλλησε και δεν έβγαινε από εκεί. Ευτυχώς υπήρχε ένα τηλέφωνο στο μπάνιο και μπόρεσα να καλέσω έναν υδραυλικό. Ηταν πολύ καλός, αν και ήταν Κυριακή. Του εξήγησα την κατάσταση και ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε... Αλλά ντράπηκα. Ειλικρινά ήθελα να πεθάνω. Ημουν εκεί με έναν τελείως άγνωστο υδραυλικό και χωρίς πεντικιούρ στα νύχια...»

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δροσιστείς αν κάνει καύσωνα στη Νέα Υόρκη.

Μπορείς, για παράδειγμα, να κρατάς τα εσώρουχά σου στην κατάψυξη. Ή να προσπαθείς να σπάσεις τη θερμότητα του άθλιου διαμερίσματός σου με έναν ανεμιστήρα. Ή να στέκεσαι με τις ώρες πάνω από τους εξαερισμούς του μετρο, φορώντας ένα λευκό φόρεμα. Ή να κοιμάσαι στην μπανιέρα...

Αν είσαι η Μεριλιν Μονρό γίνεσαι αυτόματα θρύλος.

Αν είσαι όμως ένα κορίτσι που μόλις έχει φτάσει τη Νέα Υόρκη για να ζήσει τις υψηλές θερμοκρασίες του αμερικανικού ονείρου, τότε είναι σίγουρο πως θα κλέψεις την καρδιά του γείτονά σου, ο οποίος έχει ξεμείνει πίσω στην πόλη ενώ η οικογένειά του λείπει σε διακοπές.

Οσες μελέτες και αν υποστηρίζουν πως ο λόγος που ο Ρίτσαρντ ερωτεύτηκε το κορίτσι ήταν επειδή στα επτά χρόνια του γάμου κάθε άντρας περνάει μια... φαγούρα (βλ. κρίση), τίποτα και κανένας δεν μπορεί να σε πείσει πως ο πραγματικός λόγος αυτού του εφήμερου ρομάντζου δεν είναι ο καύσωνας που ακούει στο όνομα Μέριλιν Μονρό. Δροσερή σαν γρανίτα που λιώνει στο στόμα, τραγανή σαν τριμμένος πάγος μέσα σε ένα κοκτέιλ, ένας κινητός βόρειος άνεμος μέσα στη ζέστη, η Μονρό είναι από μόνη της η καλοκαιρινή συνάντηση που δεν περίμενες ποτέ, η φαντασίωση που δεν θα δεις ποτέ να βγαίνει αληθινή, ένα διάλειμμα ακριβώς τη στιγμή που δεν πίστευες ότι η ζωή θα ήταν τόσο γενναιόδωρη για να στο προσφέρει, η ευκαιρία που δεν υπολόγιζες ποτέ ότι θα είχες για να αναλογιστείς το παρελθόν και το μέλλον σου.

Μεταφέροντας στο σινεμά το ομώνυμο θεατρικό έργο του Τζορτζ Αξελροντ, ο Μπίλι Γουάιλντερ, πασχίζει εδώ να δώσει σάρκα και οστά στις φαντασιώσεις του ήρωά του - και των θεατών - χωρίς ωστόσο να έχει υπολογίσει δύο πράγματα: το συντηρητισμό της εποχής που δεν θα του επέτρεπε να κάνει τη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων κάτι περισσότερο από ένα κωμικό και ελαφρά σκανδαλιστικό ενσταντανέ και κυρίως τη Μονρό που κλέβει ακόμη και με τη μελαγχολία της όλες τις σκηνές από τον συμπρωταγωνιστή της, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να σηκώνει τη φούστα της στους εξαεριστήρες του νεοϋορκέζικου μετρό σε κάτι που μάλλον κανείς από την ταινία δεν θα μπορούσε να υπολογίσει πως θα γινόταν έμβλημα στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.

Κάθε φορά που η ταινία καταφέρνει να ξεπεράσει την κωμωδία καταστάσεων για να γίνει πραγματικά ένα σχόλιο πάνω στη μοναξιά, την απιστία ή ακόμη και την αβάσταχτη ελαφρότητα ενός κοριτσιού που βρίσκει στα πάντα ένα λόγο για να ξεκινήσει το πάρτι, o Γουάιλντερ μένει πίσω, δέσμιος της ίδιας της θεατρικότητας που εξαρχής προσπαθεί να κάνει σινεμά και ενός λογοτεχνικού περάσματος στη φαντασία που στερεί από το υπέροχο πρωταγωνιστικό του δίδυμο (ο Τομ Ιγουελ κέρδισε το βραβείο Tony στο θέατρο και τη Χρυσή Σφαίρα για την ταινία για το ρόλο του παντρεμένου συγγραφέα) κάθε σωματική φυσικότητα.

Το «Επτά Χρόνια Φαγούρα» όφειλε να είναι ακίνδυνο παρά την «τολμηρή» του υπόθεση. Ευτυχώς, εκτός από αυτό ήταν και αστείο - ευλογημένο με το αλάνθαστο κωμικό timing του Μπίλι Γουάιλντερ. Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, φέρει και κάτι από τη vintage γοητεία μιας άλλης εποχής, δροσίζει μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, δεν χάνει τη σινεμασκόπ του γοητεία, αλλά παρά τη μυθολογία του δεν κατάφερε ούτε τότε και σίγουρα ούτε τώρα να είναι κάτι περισσότερο από μια ξεπερασμένη από το χρόνο φάρσα για όλα όσα θα ενώνουν πάντα έναν άντρα, ένα κορίτσι και ένα κλιματιστικό.