Στο «Γύρισε ο Μπαμπάς» του 2015, ένας λιγόψυχος και ανασφαλής άντρας παλεύει να κερδίσει την αγάπη των ανήλικων θετών του παιδιών, μέχρι που εμφανίζεται ο από καιρό εξαφανισμένος βιολογικός τους πατέρας, ένας τραχύς, ανέμελος μηχανόβιος. Στο σίκουελ «Ξαναγύρισε ο Μπαμπάς» του 2017, οι δυο μπαμπάδες τα έχουν βρει και συμβιώνουν αρμονικά, όμως έχουν τώρα να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι τον παρεμβατισμό των ιδιόρρυθμων πατεράδων τους στην ανατροφή των πιτσιρικάδων.
Και στη «Στιγμιαία Οικογένεια», την παρούσα, θετοί γονείς προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τρία υποψήφια για υιοθεσία αδέλφια, με τις γιαγιάδες –και κυρίως τη μητέρα του μπαμπά- να ανακατεύουν και να εξομαλύνουν εναλλάξ τα πράγματα.
Είναι φανερό πως τον Σον Αντερς, που έγραψε και σκηνοθέτησε και τις τρεις κωμωδίες, τον απασχολούν θέματα θετής πατρότητας και οικογενειακής αναδοχής, κι αυτό επικυρώνεται από το γεγονός ότι το σενάριο, που συνέγραψε με τον Τζον Μόρις, βασίστηκε σε βιωματικές του εμπειρίες. Στη ζωή, ο Άντερς και η γυναίκα του, που καθώς πλησίαζαν τα 40 θέλησαν να αποκτήσουν παιδιά αλλά δεν είχαν τα μέσα να τα μεγαλώσουν, υιοθέτησαν το 2012, κι αφού ο Άντερς έβγαζε πια αρκετά χρήματα από το σινεμά, τρία ανήλικα αδέλφια Λατινοαμερικάνων. Στην ταινία, ένα ανδρόγυνο 40άρηδων, που διαβιώνουν πλέον ευπρεπώς ως ανακαινιστές οικιών, αποφασίζουν σε μια στιγμή παρόρμησης να αποκτήσουν οικογένεια, και καταλήγουν δόκιμοι γονείς των τριών παραμελημένων παιδιών μιας έγκλειστης τοξικομανούς Λατίνας.
Κι όπως οι πραγματικοί Αντερς πέρασαν –ομολογούν- από σαράντα κύματα μέχρι να γνωρίσουν τους τρεις «ξένους» και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, έτσι και οι Πιτ και Έλι της ταινίας ταλαιπωρούνται θεαματικά για να κουλαντρίσουν την κυκλοθυμική Λίτα, τον ζημιάρη Χουάν και, κυρίως, την θρασύτατη Λίζι, τη μεγάλη αδελφή και μόνιμη προστάτιδα των μικρών. Μόνο που κανένα βάσανο δεν είναι ακριβώς τέτοιο σε τούτη την κινηματογραφική «προσαρμογή». Κάθε αναποδιά, τσακωμός και παρεξήγηση συνοδεύεται απαραιτήτως από ένα οπτικό ή λεκτικό γκαγκ, κατά κανόνα άκαιρο και κρυόπλαστο. Η ομάδα των ετερόκλητων υποψήφιων γονέων, που συνέρχεται κάθε τόσο για να ανταλλάξει νέα προόδου με τις κοινωνικές λειτουργούς, είναι τόσο μονιασμένη και correct πολιτικά που σου’ ρχεται να ξηλώσεις την οθόνη. Γραφειοκρατικές διαδικασίες αποδελτιώνονται τσακ-μπαμ. Και η βιολογική μητέρα περιορίζεται σε δραματουργικό εύρημα απαραίτητο στην πορεία προς το τρισευτυχές φινάλε.
Η γραφικότητα δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Ευτελίζει το σοβαρότατο θέμα, αφομοιώνει και καλές καρατερίστριες όπως την Μάργκο Μάρτιντεϊλ ή την Οτάβια Σπένσερ που μάταια παλεύουν να δώσουν κάποια πικάντικη γεύση στα τεκταινόμενα. Μετά βίας σώζεται, στον ρόλο της έφηβης Λίζι, η Ιζαμπέλα Μόουνερ, της οποίας το ταλέντο και η εκφραστικότητα ελπίζουμε να σταθμιστεί σύντομα από το Χόλιγουντ.
Εν ολίγοις, ένα πρότζεκτ προσωπικό, από έναν κινηματογραφιστή με κατάδηλες εμμονές, καταλήγει μια ταινία χωρίς κανένα πρόσωπο. Μια καρικατούρα σαν όλες τις άλλες στον μακρύ κατάλογο των ζαχαρωμένων οικογενειακών κωμωδιών που σερβίρουν αφειδώς τα στούντιο.