Η διαφύλαξη της Ιστορίας. Αυτή είναι η ιδέα που διαπερνά, σαν την (πλαστή) λόγχη τού Λογγίνου, ολόκληρο το «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου». Η ανάγκη να σωθεί το παρελθόν που εκφράζεται και με τη δράση και με άφθονες ατάκες και, κυρίως, με το κόνσεπτ του χρόνου που περνά. Πάνω από τα αρχαία ευρήματα που όπως πάντα, έτσι και τώρα ο Ιντι αναζητά, πάνω από τον ίδιο τον ήρωα που έχει μεταμορφωθεί σ' έναν grumpy old man που... πονάει παντού. Η διαφύλαξη της Ιστορίας του Ιντι είναι ο στόχος της ταινίας κι αυτό επιχειρεί ο Τζέιμς Μάνγκολντ, τρυφερά αλλά όχι πετυχημένα.

Η δράση μάς βρίσκει, αρχικά, στο 1945. Ο Ιντι νεότατος (ο Χάρισον Φορντ ψηφιακά φρεσκαρισμένος), συγκρούεται με τους Ναζί και συγκεκριμένα με τον αξιωματικό Γιούργκεν Βόλερ (ο Μαντς Μίκελσεν ταιριαστά ψυχρός και φονικός), που έχει ανακαλύψει τον... μισό μηχανισμό των Αντικυθήρων κι αναζητά τον άλλο μισό, για να μπορέσει να ταξιδέψει στο χρόνο, όπως φημολογείται πως μπορεί να κάνει το δημιούργημα του Αρχιμήδη του Συρακούσιου.

Μια εικοσαετία αργότερα, ο Ιντι βρίσκεται στη Νέα Υόρκη που δονείται στο ρυθμό τής πρώτης προσελήνωσης. Ο Ιντι δονείται μόνο από το θόρυβο της πόλης και την ξαφνική επίσκεψη της Ελενα, της βαφτισιμιάς του και κόρης του Μπάζιλ Σο. Μαζί, απρόθυμα, θα ξεκινήσουν ένα οδοιπορικό σε τόπους μυστικιστικούς, που θα τους φέρει ιδιαίτερα κοντά στην εφεύρεση του Αρχιμήδη, αλλά και στον ίδιο! Η ταινία η ίδια, μοιάζει να χάνει στο παιχνίδι της με το χρόνο. Η μουσική του Τζον Γουίλιαμς βάζει το μυαλό σε αναμονή, οι σκηνές δράσεις διαδέχονται η μία την άλλη ακολουθώντας όλα τα must, αναπαράγοντας μάλιστα στοργικά πολλά από τα ευρήματα των παλαιότερων ταινιών του franchise, αλλά ο ρυθμός καθυστερεί, το ενδιαφέρον πέφτει, ακόμα κι αυτή η αίσθηση μαγείας, το κινηματογραφικό «μα πώς τα κατάφερε», πέφτει σε μια, απλώς, δυσπιστία σε όσα σεναριακά και μονταζιακά σκαρώνει το φιλμ.

Ο Χάρισον Φορντ βγαίνει όχι θριαμβευτής, αλλά αλώβητος από την αναμέτρηση με τον εαυτό του των τεσσάρων δεκαετιών πριν, η Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ έχει στιγμές χαριτωμένες, ειδικά όταν η περσόνα της του «Fleebag» φέρνει τον κυνισμό της στο χολιγουντιανό παραμύθι, αλλά η αλά Tomb Raider πρόκληση δεν της ταιριάζει, κάποια σκηνές ή διάλογοι μένουν στη μνήμη (λίγοι, με αγαπημένη ατάκα το «signomi Archimides, eimai fan!»), αλλά τα γρανάζια δεν αγκαλιάζονται για να κινήσουν την ταινία μπροστά.

Υπάρχει η σκηνή, όπου ο προχωρημένης ηλικίας πια, Ιντι, στη διαδικασία διαζυγίου από τη Μάριον, αναρωτιέται για ποιον αξίζει να μείνει στον κόσμο τούτο. Για εμάς φυσικά, για όσα μοιραστήκαμε από παιδιά, για τους λάκους με τα φίδια, τα χρυσά δισκοπότηρα, τα στραβά χαμόγελα, το στέτσον και το μαστίγιο, τις ερήμους και τους ουρανούς, τον πιο σέξι αρχαιολόγο και τα πιο λαμπερά παραμύθια που, με ακόμα πιο λαμπερά μάτια, ρουφήξαμε σαν πορτοκαλάδα με ανθρακικό. Αλλά η νέα και τελευταία ταινία δεν κάνει απολύτως τίποτε για να το ενισχύσει αυτό - η αγάπη είναι κερδισμένη κι οι καλύτερες περιπέτειες του Ιντι βρίσκονται στο παρελθόν, αυτό που, σα σκόνη στον αέρα, θέλει να προστατεύσει.