Είκοσι χρόνια μετά την εξωγήινη επίθεση κατά του πλανήτη, τα έθνη της Γης, χρησιμοποιώντας την εξωγήινη τεχνολογία που βρήκαν στα διαστημόπλοια των εισβολέων, έχουν συνεργαστεί για να φτιάξουν ένα τεράστιο αμυντικό πρόγραμμα για να προστατεύσουν την ανθρωπότητα. Oμως, τίποτα δεν μπορεί να μας προετοιμάσει για την προχωρημένη και χωρίς προηγούμενο δύναμη των εξωγήινων, και μόνο η ευφυΐα μερικών γενναίων ανδρών και γυναικών μπορούν να σώσουν τον κόσμο μας από τον απόλυτο αφανισμό.

Όταν η «Ημέρα της Ανεξαρτησίας» του Ρόλαντ Eμεριχ κυκλοφόρησε το 1996 στις κινηματογραφικές αίθουσες ήταν εκείνη η ταινία που κατάφερε να δώσει ξανά ανάσα στις ταινίες καταστροφής με σκηνές που, ακόμα και σήμερα, θεωρούνται κλασiκές και αξεπέραστες για το είδος του, φτάνοντας την ίδια την ταινία σε επίπεδα καλτ ανάμεσα στους φανς αλλά και με τον ίδιο τον Eμεριχ να αποκαλείται από πολλούς ως ο πατέρας των ταινιών καταστροφής. Eκτοτε, πολλοί προσπάθησαν να την μιμηθούν, κάνεις τους όμως δεν κατάφερε να της μοιάσει.

20 χρόνια μετά, και με το Χόλιγουντ να κατακλύζεται από μια ορδή από σίκουελς ξεθάβοντας κάθε παλιό φραντσάιζ που θυμάται, ο Eμεριχ αποφασίζει πως δεν τελείωσε με την συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο κόσμος έχει ανάγκη και από μια δεύτερη «Hμερα Ανεξαρτησίας», αυτή την φορά με πιο δυνατούς και «έξυπνους» εξωγήινους που έχουν μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, να επιτίθονται σε μια Γη που, από ότι φαίνεται, έχει λύσει όλα της τα προβλήματα, όλοι ζουν αρμονικά και ακμάζει με την βοήθεια της εξωγήινης τεχνολογίας που είχαν στην διάθεσή τους.

To αποτέλεσμα την δεύτερη φορά αποτυγχάνει παταγωδώς και εκεί που η πρώτη ταινία κατάφερε να εντυπωσιάσει με σκηνές όπως την καταστροφή του Λευκού Οίκου και του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ, εδώ αναλώνεται με περιττές και ανούσιες εκρήξεις, ανακυκλώνοντας πολλές από τις σκηνές που είχαμε δει στο πρώτο μέρος χωρίς να υπάρχει ίχνος πρωτοτυπίας. Oλα αυτά περιλούζονται με ένα ακατανόητο σενάριο όπου ο Eμεριχ προσπαθεί, μάταια, να εξηγήσει κάθε στιγμή που μπορεί και ένα χλιαρό χιούμορ το οποίο μόνο ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ φαίνεται να πετυχαίνει κάποιες στιγμές ευχάριστης αναλαμπής. Από ένα σημείο και μετά νιώθεις ότι απλά έχεις απομονώσει και σβήσει τελείως τους διαλόγους και απλά παρακολουθείς την δράση.

Και μέσα σε αυτές τις δυο περίπου ώρες χαμού των ατελείωτων εκρήξεων και παράλογων σεναριακών πλοκών, ο Eμεριχ κατάφερε να προσθέσει και μια πληθώρα χαρακτήρων με τον καθένα να έχει και το δικό του παρακλάδι στην ιστορία. Και εδώ ο Eμεριχ φαίνεται πραγματικά αδύναμος στο να διαχειριστεί τόσους πολλούς μη ξέροντας πως από την μια να ενώσει την παλιά με την νέα γενιά χαρακτήρων, η οποία μοιάζει ό,τι πιο κλίσε κυκλοφορεί σε ταινίες δράσης, και από την άλλη πως να ενώσει τις ιστορίες όλων των υπόλοιπων δευτερευόντων χαρακτήρων που πετάγονται από το πουθενά μόνο και μόνο για να ενώσουν κάποιους από τους χαρακτήρες μαζί και να εξαφανιστούν χωρίς λόγο και αιτία λίγα λεπτά μετά.

Σίγουρα, δεν ήταν σκοπός του Eμεριχ να επαναπροσδιορίσει το είδος των ταινιών καταστροφής. Και για τι να το κάνει άλλωστε όταν από ότι φαίνεται ήθελε απλά να γυρίσει μια από τα ίδια αλλά με ένα μεγαλύτερο μπάτζετ στην διάθεσή του αυτή την φορά. Αλλά, ακόμα και έτσι, όταν φτάνει στο σημείο να κάνει την ταινία του να μοιάζει περισσότερο με παρωδία του πρώτου μέρους παρά ως μια αξιοπρεπή ποπ κορν συνέχεια, φαίνεται πως ακόμα και ο ίδιος αδιαφορεί και να βαριέται για αυτό που κάνει. Οσο και αν η πρώτη ταινία, ακόμα και σήμερα παραμένει για πολλούς ως μια «guilty pleasure» απόλαυση ή ως μια απόλυτη καλτ εμπειρία, η «Νέα Απειλή» καταφέρνει μέσα σε λίγη ώρα να ισοπεδώσει ό,τι πιο ευχάριστο θυμόσουν από την πρώτη ταινία, με την ίδια δύναμη και ευκολία όπως οι εξωγήινοι καταστρέφουν τα μεγάλα μνημεία του κόσμου.