Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Ισπανός σκηνοθέτης Αγκουστί Βιγιαρόνγκα απέκτησε cult φήμη, κυρίως χάρη στο εντυπωσιακό όσο και αμφιλεγόμενο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «In a Glass Cage», ένα ανείπωτα νοσηρό φιλμ τρόμου που αναζητούσε προκλητικά (κι ενίοτε σαδιστικά) τις ρίζες της συλλογικής βίας σε μερικές τραυματισμένες παιδικές ψυχές. Μια εξερεύνηση που θα συνέχιζε κι αργότερα, σε μια σειρά από εξίσου ενδιαφέρουσες αν και λιγότερες διαβόητες ταινίες, όπου η ανήλικη σεξουαλικότητα και βαναυσότητα εξακολουθούσαν να καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο.

Οπως όμως συχνά συμβαίνει με δημιουργούς που κερδίζουν μια ευρύτερη αναγνώριση (έστω κι αν στην προκειμένη περίπτωση αυτό συνέβη σχεδόν αποκλειστικά στην πατρίδα του), το τίμημα της αποδοχής και της ωριμότητας για τον Βιγιαρόνγκα ήταν να χάσει σταδιακά σε μεγάλο βαθμό την ικανότητά του να εκπλήσσει και να γεφυρώνει με ιδιόρρυθμο τρόπο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, αφιερώνοντας το πιο πρόσφατο κομμάτι της φιλμογραφίας του σε καλοφτιαγμένες, αξιοπρεπείς αλλά πιο συμβατικές ιστορικές ταινίες, όπου οι πιο ενδιαφέρουσες ιδέες πνίγονται κάπου ανάμεσα στον ακαδημαϊσμό, το πληθωρικό δράμα και τις λογοτεχνικές καταβολές τους.

Τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας αφιερωμένης στον ισπανικό εμφύλιο (που ξεκίνησε με το «El Mar» του 2000 και συνεχίστηκε με το «Μαύρο Ψωμί» του 2010 – καθόλου τυχαία τη μόνη του δημιουργία έως τότε που βρήκε διανομή στη χώρα μας), ο «Αβέβαιος Θρίαμβος» αποτελεί ακριβώς μια τέτοια περίπτωση ταινίας.

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καταλανού συγγραφέα Ζοάν Σάλες, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της καταλανικής λογοτεχνίας, το φιλμ στρατοπεδεύει σε ένα ισπανικό χωριό του 1937, όπου έχει βαλτώσει ένα μικρό στράτευμα των ρεπουμπλικανικών δυνάμεων, υπό την αδιόρατη απειλή των υποστηρικτών του Φράνκο. Εκεί, ο νεαρός αξιωματικός Λουίς θα σαγηνευτεί από μια νεαρή χήρα (η Νούρια Πριμς, υπέροχη ως femme fatale με αιτία, σε έναν ρόλο που ελάχιστα την κολακεύει), αποφασισμένη να προστατεύσει με κάθε μέσο τον εαυτό της και τα παιδιά της, την ίδια στιγμή που ο καλύτερός του φίλος, και μαύρο πρόβατο της μονάδας, παρηγορεί την παραμελημένη γυναίκα και τον μικρό του γιο στην υπό πολιορκία Βαρκελώνη.

Ο Βιγιαρόνγκα αφήνει κατά μέρος τις πολεμικές στρατηγικές και τις κατά μέτωπο μάχες που θα απασχολούσαν ένα πιο επικό φιλμ, για να αφηγηθεί το χρονικό μιας διένεξης που στιγμάτισε τη χώρα του μέσα από τις τραγικές προσωπικές ιστορίες των ανώνυμων πρωταγωνιστών της, ανθρώπων που παρασύρθηκαν άθελά τους σε ένα διαρκώς αμφίρροπο γαϊτανάκι ανάμεσα στο καθήκον, την επιβίωση και τις εμμονές τους. Η σκηνοθεσία του είναι στιβαρή όσο το μήνυμά του μοιάζει απολύτως ξεκάθαρο: κανένας πόλεμος δεν έχει νικητές, μονάχα χαμένους, εγκλωβισμένους για πάντα σε ένα αέναο σύμπλεγμα μεταλλασσόμενων συμμαχιών, καταπιεσμένων συναισθημάτων και αποπροσανατολισμένων εγωισμών που οι συνθήκες δεν τους αφήνουν κανένα περιθώριο να ελέγξουν.

Στο βωμό αυτού του πολέμου, για την έκβαση του οποίου σχεδόν κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά, παρά μόνο για το τέλος του και για το πού θα τους βρει, φιλίες θα θυσιαστούν κι έρωτες θα ανατραπούν, έρμαια μιας θανάσιμης ηθικής ρευστότητας. Αυτή είναι που απασχολεί περισσότερο τον Βιγιαρόνγκα και όχι ένα συμβατικό αντιπολεμικό σύνθημα ή το ερωτικό κουαρτέτο που βρίσκεται στην καρδιά του. Ομως παρά τις παθιασμένες ερμηνείες των τεσσάρων πρωταγωνιστών του, ο «Αβέβαιος Θρίαμβος» μοιάζει να ασφυκτιά, δέσμιος ενός πληθωρικού μυθιστορήματος. Εύλογα, ο Βιγιαρόνγκα ομολογεί ότι αφαίρεσε μεγάλο μέρος από τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις της λογοτεχνικής πηγής του, με τίμημα όμως μια δράση απογυμνωμένη από στοιχεία που θα έδιναν «αέρα» στο σενάριό του, αποκαλύπτοντας τα μελοδραματικά και σαπουνοπερατικά στοιχεία της καθαρής πλοκής του.

Ακόμα κι έτσι, όμως, ο «Αβέβαιος Θρίαμβος» παραμένει πιο ευπρόσδεκτα «βρώμικος» και άγριος από τις συνήθεις ιλουστρασιόν παραγωγές του είδους, με εμβόλιμες γκροτέσκ σκηνές όπως οι μακάβριες νυχτερινές επισκέψεις σε μια εγκαταλειμμένη εκκλησία ή το βάρβαρο μαστίγωμα ενός αλόγου εν είδει σεξουαλικής εκτόνωσης να αποκαλύπτουν έστω και φευγαλέα το εξαίσια νοσηρό παρελθόν του δημιουργού του.

Διαβάστε ακόμη: Ο Αγκουστί Βιγιαρόνγκα μιλάει στο Flix για τον «Αβέβαιο Θρίαμβο»