Τον Δεκέμβριο του 1979 η Τζέσικα Αμάντα Σάλμονσον επιμελείται και εκδίδει την ανθολογία «Amazons!», η οποία έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία της βραβεύεται με το World Fantasy Award for Best Anthology. Δεδομένης της επιτυχίας του εγχειρήματος, επαναλαμβάνει την ίδια συνταγή το 1982, καλώντας εκ νέου, 12 συγγραφείς αυτή τη φορά, να συνεισφέρουν στο πρότζεκτ με τίτλο «Amazons II» ένα διήγημα ο καθένας. Και κάπως έτσι, γεννιέται το «In the Lost Lands» του Τζορτζ Ρ. Ρ. Μάρτιν, περίπου μία δεκαετία προτού ο δημιουργός του γράψει το έργο που έμελλε να κάνει τον ίδιο πασίγνωστο και παράλληλα να μετατρέψει τη συγγραφική του υπόσταση σε εγγύηση για το πεδίο της λογοτεχνίας του φανταστικού.

43 ολόκληρα χρόνια μετά, ο Πολ Γ. Σ. Αντερσον ξεθάβει από την αφάνεια την, σχεδόν παντελώς, ξεχασμένη ιστορία της μάγισσας Γκρέι Αλις (Μίλα Γιόβοβιτς) που ξεκινά ένα ταξίδι στις Χαμένες Χώρες υπό τη συνοδεία του κοινωνικά απόκληρου Μπόις (Ντέιβ Μπαουτίστα), προκειμένου να σκοτώσει έναν λυκάνθρωπο, ώστε να αποκτήσει τη δυνατότητά του να αλλάζει μορφή και έτσι να εκπληρώσει την επιθυμία μίας αδίστακτης βασίλισσας, αποφασίζοντας να τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη σε σενάριο που συνυπογράφει ο ίδιος μαζί με τον Κονσταντάν Βέρνερ. Το ερώτημα του γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο διήγημα δεν αποτελεί ιδιαίτερο γρίφο. Ανατρέχοντας στη φιλμογραφία του, διαπιστώνει κανείς με ευκολία ότι το «In the Lost Lands» πληροί όλες τις προδιαγραφές για να γίνει κομμάτι της. Διαδραματίζεται σε ένα post-apocalyptic σύμπαν, είναι εύκολο, βίαιο, χοτ (όχι απαραίτητα με τη στενή σημασία του όρου).

Οι προσδοκίες που γεννά η παραπάνω συνάντηση είναι εξ ορισμού πολύ συγκεκριμένες, αν όχι μεγάλες. Από τη μία η σφραγίδα του ονόματος του Ρ. Ρ. Μάρτιν και από την άλλη η πολλά υποσχόμενη σκηνοθετική ματιά του Γ. Σ. Αντερσον που μοιάζει να είναι η πλέον κατάλληλη για την κινηματογραφική μεταφορά της συγκεκριμένης ιστορίας, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για το εν δυνάμει αποτέλεσμα της σύμπραξης των δύο. Παρ' όλ' αυτά το πάντρεμα της αφηγηματικής δεινότητας του πρώτου και της φιλμικής αντίληψης του δεύτερου δεν καταλήγει να είναι αυτό που (μάλλον) φανταζόμαστε στο άκουσμά του. Αντ’ αυτού, έχουμε να κάνουμε με ένα κατά πολύ φτωχότερο - σε όλα τα επίπεδα - και κατ’ επέκταση απογοητευτικό αποτέλεσμα.

Τα επιμέρους στοιχεία που περιμένει κανείς να δει είναι πράγματι εκεί. Το έντονο στυλιζάρισμα που παραπέμπει στο franchise του «Resident Evil», καθώς και στα «Death Race» (2008) και «Φωτιά Πάνω από την Πομπηία» (2014), η campy – υπερβολική αισθητική του «Mortal Combat» (1995) και η (nu) metal ατμόσφαιρα που διέπει τη ματιά του Γ. Σ. Αντερσον συγχωνεύονται εξόφθαλμα με τη χαρακτηριστική οπτική ταυτότητα του «300» του Ζακ Σνάιντερ και τη γενικότερη αίσθηση του σινεμά του Τζορτζ Μίλερ τόσο σε επίπεδο εικονογραφίας, όσο αφήγησης και προεκτάσεων, συνθέτοντας ένα ευτελές σύνολο από κάθε άποψη. Το συνολικό οικοδόμημα καταλήγει να είναι άνισο, με το αρνητικό πρόσημο να υπερισχύει. Ενίοτε μοιάζει εφιαλτικά όμορφο (βλέπε σκηνές μάχης του φιλμ), ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας φέρνει σε φτηνό και πρόχειρο αισθητικό κατάλοιπο των 00s, χωρίς ωστόσο να διαθέτει την υφή που θα επαρκούσε για να αποκτήσει μία δυνητική μυθική – καλτ διάσταση στο μέλλον.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της ταινίας δεν περιορίζεται στην οπτική απόδοσή της. Το σενάριο, παρά το γεγονός ότι βασίζεται στο προαναφερθέν διήγημα του Ρ. Ρ. Μάρτιν καταλήγει σε πολλές φάσεις να είναι – κυριολεκτικά - ασυνάρτητο κι ας ο ίδιος δήλωσε πως «ο Γ. Σ. Αντερσον κατάφερε να αποτυπώσει τη “φωνή του” καλύτερα από οποιονδήποτε είχε καταπιαστεί με ιστορία του στο παρελθόν». Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η πλοκή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στη βάση της, καθώς φέρει το κύριο γνώρισμα που καθιστά τις ιστορίες του Ρ. Ρ. Μάρτιν συναρπαστικές: την ενασχόληση με τη διεκδίκηση της εξουσίας και της επικράτησης έναντι των εκάστοτε αντιπάλων. Γιατί το ατέρμονο παιχνίδι για επίτευξη ισχύος ήταν αυτό που έκανε τη μισή υφήλιο να πορωθεί με το «Game of Thrones». Οχι το σεξ και η βία αυτά καθαυτά, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως εργαλεία στο πλαίσιο του συνολικότερου powerplay που συνέθεσε ο Ρ. Ρ. Μάρτιν.

Στο «In the Lost Lands» τα θεμέλια του σεναρίου μένουν διαρκώς αναξιοποίητα. Η σύγκρουση του Kλήρου και της Bασιλείας δεν καταλήγουν πουθενά, η συμβολική διάσταση της Γκρέι Αλις ενώ στην αρχή πλασάρεται ως αλληγορία περί ταξικής εξέγερσης στην πορεία εγκαταλείπεται και τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς νόημα. Σ’ αυτό εξάλλου έγκειται και το μεγαλύτερο κρίμα που καθιστά ένα φιλμ που είχε όλα τα φόντα να λειτουργήσει ως μία τίμια, φαν ταινία είδους, απογοητευτικό, υπενθυμίζοντάς μας ότι η εκκεντρική (και έως έναν βαθμό πετυχημένη) οπτική επένδυση μίας ιστορίας με post-apocalyptic τόνο και διάθεση για μία αφηρημένη κοινωνικοπολιτική προέκταση δεν είναι ποτέ από μόνα τους αρκετά.