Ο Κρίστιαν έχει μόλις πιάσει δουλειά σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα. Το παρελθόν του φαίνεται μόνο από τα τατουάζ στο σώμα του που δεν μπορούν να καλυφθούν από την λίγο μικρότερη από το μεγεθός του στολή εργασίας του. Και το παρόν του είναι να γεμίζει τα ράφια μόλις αδειάσουν από προιόντα με απώτερο σκοπό να γίνει χειριστής ενός από τα ανυψωτικά μηχανήματα που ανήκουν στον κάθε τομέα του καταστήματος.
Οι μέρες του είναι πανομοιότυπες και στην πραγματικότητα δεν είναι μέρες, αλλά είναι νύχτες, αφού μέσα στους μεγάλους διαδρόμους του πολυκαταστήματος δεν βλέπει ποτέ τη μέρα και όταν σχολάει είναι νύχτα. Λακωνικός, μελαγχολικός, σχεδόν αόρατος από τον γύρω του κόσμο, θα αναπτύξει μια τρυφερή φιλία με τον πατρικό Μπρούνο που του μαθαίνει τη δουλειά και θα ερωτευτεί την Μαριόν, βρίσκοντας νόημα, οικογένεια και ζωή μέσα... στους διαδρόμους του νέου του σπιτιού.
Κάπου ανάμεσα στη «χρωματική» παλέτα του Ακι Καουρισμάκι και ένα αμερικάνικο indie από αυτά που μιλούν για τους μοναχικούς ανθρώπους λίγο πριν το τέλος (!) του κόσμου, το «Στους Διαδρόμους» του Τόμας Στούμπερ είναι περισσότερο απ' οτιδήποτε μια ρομαντική ιστορία για τη μοναξιά. Ενα μικρό, τρυφερό, πικρό δοκίμιο για μια ομάδα ανθρώπων που η ζωή τους ξεκινάει όταν χτυπάνε κάρτα και που οι προσωπικές τους ιστορίες εισβάλλουν μόνο αμυδρά στη ρουτίνα που οι ίδιοι ονομάζουν ζωή.
Ξεχωρίζοντας τρεις από τους ήρωες της μικρής αυτής κοινωνίας, ο Στούμπερ θα ξεκινήσει την αφήγησή του με τον Κρίστιαν χαρίζοντας του σχεδόν το πιο απολαυστικό κομμάτι ολόκληρης της ταινίας του. Με όχημα τον υπέροχο σωματικό και για τουλάχιστον τη μισή πρώτη ώρα βωβό Φρανζ Ρογκόφσκι (στη δεύτερη συμμετοχή του στο φετινό διαγωνιστικό της Berlinale μετά το «Transit» του Κρίστιαν Πέτσολντ), η γνωριμία με τους ήρωες και τις «παραδόσεις» του πολυκαταστήματος θυμίζουν σλάπστικ που ξεκαρδίζει και συγκινεί ταυτόχρονα. Από την προσπάθειά του να μάθει να χειρίζεται τον ανυψωτήρα μέχρι τον τρόπο που ανακαλύπτει πως όλοι οι υπάλληλοι ξέρουν για τον ίδιο περισσότερο και από τον εαυτό του, ο Κρίστιαν περνάει τα δικά του στάδια «ένταξης» σε ένα κόσμο που βρίσκεται εκεί σαν να τον περίμενε από καιρό...
Η αφήγηση θα συνεχίσει με την Μάριον (η Σάντρα Χούλερ του «Toni Erdmann») που κρύβει κι αυτή τα δικά της μυστικά και θα βρεθεί στο κέντρο μιας απρόσμενα ρομαντικής ιστορίας μέσα στο πιο παράδοξο περιβάλλον. Και μετά με τον Μπρούνο, που θα δώσει στον Κρίστιαν τα εφόδια για να επιβιώσει μαθαίνοντάς του να πατάει τα σωστά κουμπιά και κάνοντας τις σωστές κινήσεις ακριβώς τη στιγμή που χρειάζεται.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς τη μεταφορά του Στούμπερ. Είτε μιλάει για τη σημερινή Γερμανία, είτε για οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο όπου άνθρωποι ορίζουν τη ζωή τους από τη δουλειά τους, οι «διάδρομοι» της ταινίας του δεν είναι παρά οι διαδρομές της σύγχρονης επιβίωσης σε μια μουντή πραγματικότητα που διακόπτεται από εκρήξεις παροδικής ευτυχίας, αναδεικνύοντας το μοναδικό πράγμα που μπορεί να αξίζει κάτι οτιδήποτε: τον άνθρωπο.
Στους ίδιους διαδρόμους βρίσκεται φυσικά και η κριτική ενός καπιταλιστικού συστήματος που κάνει τους υπαλλήλους του πολυκαταστήματος να καταναλώνουν παράνομα τα «ληγμένα» προϊόντα, στους ίδιους διαδρόμους και η εξάλειψη της διαφορετικότητας του κάθε ανθρώπου μέσα σε ένα εργασιακό περιβάλλον που προτιμά να είναι όλοι ίδιοι. Στους ίδιους διαδρόμους, χρόνια τώρα και η αναπόφευκτη αναφορά στην Ανατολική Γερμανία όπου και διαδραματίζεται η ταινία - με ανοιχτές πληγές ακόμη και μετά από χρόνια μετά την Ενωση. Στους ίδιους διαδρόμους και ένα πιο αμήχανο δεύτερο μέρος που δεν εκπληρώνει όλες τις υποσχέσεις του πρώτου.
Αλλά ευτυχώς, στους ίδιους διαδρόμους, ανάμεσα σε μικρές σεναριακές εκπλήξεις και μια πιο μεγάλη εικόνα ενός μικρόκοσμου που θα μπορούσε να είναι και ο κόσμος όλος, βρίσκει χώρο ένας διάχυτος ρομαντισμός, μια συγκινητική τρυφέρότητα, μια πίστη σε πράγματα απλά μα ξεχασμένα που ολοκληρώνουν μια ταινία που ενδίδει στην αισιοδοξία χωρίς να φοβάται να κοιτάξει την ίδια στιγμή την πικρή πλευρά της ζωής.