Ο Βιτσέντζο ζει μέσα στο βιβλιοπωλείο του σε μια γραφική γειτονιά του Παρισιού. Στον κάτω όροφο βρίσκονται τα βιβλία - φάρμακα για κάθε πάθηση που τα δίνει μέχρι και δωρεάν, θεωρώντας τη δουλειά του περισσότερο ως ένα λειτούργημα ικανό να αλλάξει τον κόσμο. Στον πάνω όροφο μένει η κόρη του, παράλυτη μετά από ένα ατύχημα στην πισίνα η οποία δεν μιλάει, παραιτημένη από τη ζωή και από οποιαδήποτε ελπίδα ανάκαμψης και επιστροφής στην προηγούμενη της ζωή. Ο Βιτσέντζο προσπαθεί, της διαβάζει βιβλία, προσπαθεί να την παρακινήσει να πάνε μαζί μια βόλτα, υποκρίνεται πως όλα θα μπορούσαν να είναι φυσιολογικά. Αλλά δεν είναι…
Ενα βράδυ στο βιβλιοπωλείο του θα εισβάλει μια κοπέλα, ψάχνοντας το σκύλο της που έχει χαθεί. Η Γιολάντ είναι ερασιτέχνης ηθοποιός, χωρίς την παραμικρή παιδεία, κάνει πρόβα αυτοσχεδιασμούς σε μια θεατρική ομάδα στην ίδια γειτονιά, η ερωτική σχέση με τον σκηνοθέτη της παράστασης είναι βίαια και η γνωριμία της με τον Βιτσέντζο θα φέρει γι’ αυτήν μια νέα αύρα στην μάλλον καθόλου λογοτεχνική ζωή της. Το ίδιο όμως θα συμβεί και για τον μοναχικό Βιντσένζο που ξαφνικά θα ανακαλύψει πως μπορεί να είναι έμπνευση για μια ρομαντική ιστορία με φόντο την Πόλη του Φωτός.
Γυρισμένο εξ ολοκλήρου μέσα στην Τσινετσιτά, το «Μικρό Βιβλιοπωλείο στο Παρίσι» φέρνει κάτι από την «τεχνητή» αθωότητα μιας άλλης εποχής, ενδεικτικό της αρχικής του έμπνευσης που ανήκει στον σπουδαίο Ετόρε Σκόλα (δική του η θρυλική «Ξεχωριστή Μέρα» του 1978 και το «Βίαιο, Βρώμικοι και Κακοί» του 1976) και ο οποίος δεν κατάφερε ποτέ να το ολοκληρώσει. Η ιδέα για το σενάριο που είχε τίτλο «Ενα Σύννεφο που Μοιάζει με Δράκο» έγινε κόμικ από τον Ιβο Μιλάτσο και η αρχική ιδέα ήθελε πρωταγωνιστές ή τον Ζεράρ Ντεπαρντίε ή τον Μάσιμο Τροίζι. Το σενάριο στο οποίο βασίστηκε ο Καστελίτο γράφτηκε από τον ίδιο και τη σύζυγό του Μάργκαρετ Ματσαντίνι, αλλαγμένο ελαφρώς για να συναντήσει την εποχή μας, όχι όμως σε σημείο που να χάσει την vintage ευαισθησία του.
Με τη δήλωση της κουρτίνας που ανοίγει (στην αρχή της ταινίας) και κλείνει στο φινάλε, το φιλμ δεν υποκρίνεται σε καμιά του στιγμή ότι είναι κάτι περισσότερο από ένα (γλυκό) ψέμα ή ένα παραμύθι, μια σύγχρονη εκδοχή ενός Πυγμαλίωνα σε ελεύθερη απόδοση, καθώς η σχέση του Βιτσέντζο με την Γιολάντ θα περάσει από σαράντα κύματα πριν γίνει η κινητήριος δύναμη που θα μεταμορφώσει και τους δύο ορόφους του βιβλιοπωλείου σε μια ζωντανή απόδειξη για την ύπαρξη της αγάπης που θεραπεύει τα πάντα.
Στην αφοπλιστική ζεστασιά του Σέρτζιο Καστελίτο - που γλιτώνει το μελοδραματικό του ρόλου του προκρίνοντας την εμπειρία ενός χωνεμένου ρομαντισμού ετών, η Μπερενίς Μπεζό στο ρόλο της Γιολάντ προδίδεται ανεπανόρθωτα από ένα ρόλο που δεν δείχνει να της ταιριάζει παρά μόνο στις πολύ χαμηλόφωνες σκηνές μεταξύ τους. Σε ένα σύνολο που κρατάει αντιστάσεις στο γλυκανάλατο που φέρει από τη φύση του, αλλά τελικά παραμένει τόσο παραμυθένιο που καταλήγει επιτηδευμένο.
Η προσπάθεια του φιλμ να λειτουργήσει και ως ένα σχόλιο πάνω στο μεταίχμιο δύο εποχών που η μία έχει να διδάξει την άλλη καταλήγει καταχρηστική όταν στο τελευταίο μέρος η feelgood διάθεση σαρώνει τα πάντα και το φινάλε - απρόβλεπτο στη λεπτομέρειά του - μοιάζει όμως τελικά γνώριμο, ασφαλές και ας το παραδεχτούμε, ειλικρινές μόνο όσο βρίσκεται μέσα στο παραμυθένιο σύμπάν του.