Αποφασισμένος να βρει την εξαφανισμένη κόρη του, ο ντετέκτιβ Ντάνι Ρουρκ βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μία σειρά απίστευτων γεγονότων, ενώ παράλληλα ερευνά μια σειρά από ληστείες τραπεζών. Θα φτάσει να αμφισβητήσει τα πιστεύω του και όσα γνωρίζει μέχρι τώρα για τα πάντα και τους πάντες στον κόσμο του. Με τη βοήθεια της Νταϊάνα Κρουζ, μίας προικισμένης μέντιουμ, ο Ρουρκ καταδιώκει και καταδιώκεται ταυτόχρονα από έναν φονικό άνδρα, τον μοναδικό άνθρωπο που πιστεύει ότι κρατά το κλειδί για την εύρεση του χαμένου κοριτσιού, μόνο για να ανακαλύψει περισσότερα από όσα περίμενε.

Εκ πρώτης όψεως η νέα ταινία του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, ο οποίος επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη τέσσερα χρόνια μετά από «Alita», κατά την διάρκεια των οποίων σκηνοθετούσε video clips και επεισόδια για το «The Mandalorian», μοιάζει σαν ένα κλασικό αστυνομικό θρίλερ. Κάτι που ίσως θα είχε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από την προσπάθειά του να συμπεριλάβει ένα σωρό πράγματα μέσα σε αυτή, από μεταφυσικές θεωρίες μέχρι και επιστημονική φαντασία, φλερτάροντας έτσι επικίνδυνα με τα όρια της γελοιότητας.

Αλλά, όπως και με το «Alita» έτσι κι εδώ, ο Ροντρίγκεζ δείχνει περισσότερο σαν να θέλει να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής, αυτή την φορά όχι σε ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος, αλλά σε έναν σκηνοθέτη που τον ενέπνευσε. Παίρνοντας αρκετά στοιχεία από τις ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν, όπως το «Memento» και (κυρίως) το «Inception», συνδυάζοντάς τα με διάφορες χιτσκοκικές πινελιές για τις δώσει μια πιο αιχμηρή κινηματογραφική ματιά, ο Ροντρίγκεζ χτίζει το δικό του σπίτι από καθρέφτες προσπαθώντας να εντυπωσιάσει.

Υπάρχουν στιγμές που το πετυχαίνει και σε «υπνωτίζει» με την δράση του, την ωραία του φωτογραφία και το μυστήριο που απλώνεται στην αρχή της ταινίας, αλλά γρήγορα η ψευδαίσθηση αυτή καταρρέει, αποκαλύπτοντας πίσω από αυτή ένα συνονθύλευμα από ιδέες, οι οποίες ποτέ δεν εφαρμόζουν σωστά έτσι ώστε να δημιουργήσουν ένα εντυπωσιακό σύνολο. Και καθώς οι ανατροπές έρχονται και φεύγουν με μια κάπως ξεδιάντροπη, θα λέγαμε, ελαφρότητα προσπαθώντας (φευ) να σοκάρουν, έτσι και το σενάριο (το οποίο συνυπογράφει ο ίδιος ο Ροντρίγκεζ μαζί με τον Μαξ Μπόρενστιν) καταλήγει να πέφτει μέσα σε έναν κυκεώνα από κλισέ, τα οποία δεν θυμίζουν σε τίποτα την όποια εφευρετικότητα βρίσκει κάποιος στις ταινίες στις οποίες υποτίθεται ότι μιμείται.

Ούτε ο Μπεν Αφλεκ, ο οποίος παίζει από την αρχή ως το τέλος με μια έκφραση, σαν να βαριέται κάπως που είναι εδώ, ούτε η Αλις Μπράγκα δεν δίνουν στην ταινία αυτή εκείνο το κάτι που θα σε κάνει τουλάχιστον να νοιαστείς για ό,τι βλέπεις. Και τελικά, μέχρι το φινάλε, οι «Υπνωτιστές» αντί σε υπνωτίσουν και να σε διασκεδάσουν με την δράση και το μυστήριο τους, το μόνο που καταφέρνουν να κάνουν καλά είναι να σε κοιμίσουν.