Μπορεί να κατηγορήσει κανείς την Τζένιφερ Λόπεζ για πολλές από τις καλλιτεχνικές επιλογές που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, ειδικά στον κινηματογράφο, με μια σειρά από ρόλους στους οποίους επαναπαύτηκε στην εκρηκτική της παρουσία, κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι, όπως κάθε γνήσια ντίβα που σέβεται τον εαυτό της και το κοινό της, δίνει στους θαυμαστές της ακριβώς αυτό που θέλουν, ταινίες στις οποίες η persona της μπλέκεται σε τέτοιο βαθμό με την ηρωίδα που καλείται κάθε φορά να υποδυθεί, ώστε να μην μπορείς να τις ξεχωρίσεις. Κι αν αυτό επιβεβαιώνεται πανηγυρικά για άλλη μια φορά στις «Επικίνδυνες Κυρίες» της Λορίν Σκαφάρια , εδώ για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό η Λατίνα σταρ βρίσκει επιτέλους ένα ρόλο αντάξιο στις υποσχέσεις που είχαν αφήσει η «Selena» και το «Εκτός Ελέγχου», δικαιώνοντας πλήρως το οσκαρικό hype που συντροφεύει αυτή την ερμηνεία της ήδη από την πρώτη προβολή στο φεστιβάλ του Τορόντο.

Βασισμένη στο άρθρο "The Hustlers at Scores” της Τζέσικα Πρέσλερ, το οποίο δημοσιεύτηκε στο New York Magazine το 2015 κι αμέσως προκάλεσε αίσθηση, με αποτέλεσμα να αγοραστούν την αμέσως επόμενη χρονιά τα δικαιώματα για τη μεταφορά του στον κινηματογράφο, η ταινία αφηγείται την άνοδο και την πτώση μιας ομάδας από στρίπερ που αναγκάστηκαν μετά τα ξέφρενα χρόνια της ακμής των αρχών του αιώνα και την σαρωτική ύφεση που έπληξε την αμερικανική οικονομία το 2008 να καταφύγουν στην παρανομία, ναρκώνοντας τους καλοβαλμένους κι ευκατάστατους πελάτες τους κι απομυζώντας τους τεράστια χρηματικά ποσά μέχρι την αναπόφευκτη σύλληψή τους από τις Αρχές, μια τυπικά αμερικανική ιστορία για τα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού και το δικαίωμα στο όνειρο του καταναλωτισμού και της ευμάρειας για μια ομάδα κοριτσιών που δεν είχαν λόγω φύλου, καταγωγής, φυλής και τάξης καμία θέση σε αυτό.

Κεντρική ηρωίδα είναι η Ντόροθι (η Κόνστανς Γου του “Crazy Rich Asians“), ή αλλιώς «Ντέστινι» (δε χρειάζεται να υπογραμμιστεί ο συμβολισμός του ονόματος), μια ασιατικής καταγωγής πρωτόβγαλτη στρίπερ στο κλαμπ πολυτελείας «Moves», η οποία έχει καταφύγει στο χορό προκειμένου να συντηρήσει την ηλικιωμένη γιαγιά της. Εκεί θα γνωρίσει την παλαίμαχη, αγέρωχη και ατρόμητη Ραμόνα (την οποία φυσικά υποδύεται η Τζένιφερ Λόπεζ), η οποία θα πάρει την Ντόροθι υπό την προστασία της και θα της δείξει όλα τα μυστικά του επαγγέλματος, μυώντας της σε έναν κόσμο όπου οι χορεύτριες μπορούν να βγάλουν μια ολόκληρη περιουσία από τα golden boys και τους CEO των μεγάλων επιχειρήσεων του Μανχάταν, αρκεί να ξέρουν τις κατάλληλες κινήσεις (όχι απαραίτητα χορευτικές) και χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουν στην πορνεία.

Οι δύο γυναίκες θα γίνουν αχώριστες φίλες και η Ντόροθι θα γευτεί απρόσμενα τον πλούτο και την επιτυχία, οι μέρες της αφθονίας όμως θα είναι μετρημένες και αυτή την πρόσκαιρη ευμάρεια θα διακόψει η σφοδρή οικονομική κρίση τον αμέσως επόμενο χρόνο, η οποία θα οδηγήσει ολόκληρο τον κλάδο στην ανεργία. Χωρισμένη και με μια μικρή κόρη πλέον, η Ντόροθι αναγκάζεται μετά από άκαρπες προσπάθειες να αλλάξει επάγγελμα να γυρίσει στο κλαμπ που έκανε τα πρώτα της βήματα, διαπιστώνει όμως ότι οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει και τα χρήμα δε ρέει όπως παλαιότερα, αντίθετα υπάρχουν όλο και περισσότερα κορίτσια πρόθυμα να συνδυάσουν το χορό με την πορνεία. Τη σωτηρία θα προσφέρει για άλλη μια φορά η Ραμόνα, η οποία θα στήσει μαζί με δύο προστατευόμενες της και την Ντόρθι μια συμμορία, η οποία ναρκώνει με ένα κοκτέιλ ναρκωτικών τους ανίδεους πελάτες και τους αφαιμάσσει οικονομικά, μέχρι η απληστία να οδηγήσει αυτό το καλοσκηνοθετημένο και προσοδοφόρο κόλπο στην κατάρρευση, τις συλλήψεις και τη διάλυση αυτής της δυνατής φιλίας.

Στα χέρια ενός άνδρα σκηνοθέτη, αυτή η ιστορία ενδεχομένως θα είχε μετατραπεί σε ένα ηδονοβλεπτικό κι οριακά πορνογραφικό σόου, γεμάτο από καλλίγραμμα και χυμώδη γυναικεία κορμιά σε αισθησιακές περιπτύξεις. Η Σκαφάρια, όμως, προσεγγίζει αυτό τον κόσμο των στριπ κλαμπς και των κοριτσιών που δουλεύουν σε αυτά με ευαισθησία και κατανόηση, δίνοντας έναν ανθρώπινο και πολιτικό τόνο πίσω από κάθε μικρή ή μεγάλη ιστορία όλων αυτών των γυναικών, οι οποίες σχηματίζουν έναν μικρόκοσμο στο περιθώριο της κυρίαρχης λευκής και φαλλοκρατικής κουλτούρας των μεγάλων επιχειρήσεων και της στυγνής εκμετάλλευσης. «Αυτή η χώρα είναι ένα τεράστιο στριπ κλαμπ», δηλώνει η (σοφή) Ραμόνα, «κάποιοι πετούν τα λεφτά και οι υπόλοιποι χορεύουν γι’ αυτούς», και η ταινία δεν παύει να προσεγγίζει αυτές τις γυναίκες σαν τους πολυφυλετικούς Ρομπέν των Δασών ενός νέου μετακαπιταλιστικού κόσμου, οι οποίες εκπληρώνουν τα όνειρά τους αντιστρέφοντας τους ρόλους, από άβουλα θύματα σε συνειδητοποιημένους θύτες.

Αυτή η κατάδυση στον κόσμο της παρανομίας, η άνοδος και η νομοτελειακή πτώση ως κάθαρση και ταυτόχρονη πηγή αυτογνωσίας έχει αναμφίβολα επηρεαστεί από το σινεμά του Μάρτιν Σκορσέζε και η Σκαφάρια καταφεύγει ουκ ολίγες φορές στην πλανοθεσία και τον αφηγηματικό ρυθμό των «Καλών Παιδιών», με φλας μπακ και voice over κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της Ντόροθι σε μια δημοσιογράφο που εξερευνά το παρελθόν της συμμορίας, επιλέγει, όμως συνειδητά να μείνει σε μια εύπεπτη και σπιντάτη feel good επιφάνεια και προτιμά να κηρύξει με κέφι και μπρίο το χειραφετικό της μήνυμα για την απενοχοποιημένη απεικόνιση του γυναικείου σώματος με αποκαλυπτικά κι ευφάνταστα κοστούμια (ενδεχόμενη υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία δε θα αποτελέσει έκπληξη) που δεν γίνονται ποτέ χυδαία, αντίθετα αναδεικνύουν την ομορφιά, τις καμπύλες και τη σεξουαλικότητα κάθε γυναίκας που ορίζει η ίδια την εικόνα του κορμιού της.

Και φυσικά καμία δε θα ήταν πιο κατάλληλη για πρέσβειρα αυτού του φεμινισμού μιας νέας εποχής από την Τζένιφερ Λόπεζ, η οποία στα 50 της χρόνια έχει ακόμα το σώμα που κάνει κυριολεκτικά τα σαγόνια να πέφτουν με το χορευτικό της εισόδου της Ραμόνα στην ταινία, αλλά πολύ περισσότερο έχει για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το πάθος και την ερμηνευτική εμβέλεια να ενσαρκώσει έναν χαρακτήρα αντιφατικό, μυστηριώδη και πολυδιάστατο, που γίνεται μητρική φιγούρα και αρχηγός με τη σοφία της πιάτσας και με έναν αβίαστο κι ακομπλεξάριστο ερωτισμό. Η Κόνστανς Γου, αν και θεωρητικά πρωταγωνίστρια, ωχριά δίπλα της, ειδικά στις κοινές τους σκηνές, αν και αποτυπώνει πειστικά τη συναισθηματική πορεία της ηρωίδας που υποδύεται. Αμφότερες πλαισιώνονται από μια ομάδα χαρισματικών γυναικών, με κορυφαίες ανάμεσά τους τη Lizzo και την Cardi B, οι οποίες ουσιαστικά δανείζουν με την ολιγόλεπτη παρουσία τους στην ταινία λίγη από τη λάμψη, την αύρα και την προσωπικότητά τους.

Χωρίς να παίρνει ποτέ τον εαυτό της απόλυτα στα σοβαρά, η ταινία καταφέρνει να δώσει τελικά ένα απόλυτα σοβαρό μήνυμα, ακόμα κι αν περιορίζεται από τις συμβάσεις και τους περιορισμούς ενός mainstream χολιγουντιανού crowd pleaser, ενώ όλες οι ενστάσεις που κάπως ειρωνικά εγείρονται από αυτή την αποθέωση του καπιταλισμού πίσω από την απόπειρα της αποδόμησής του καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος μπροστά στην παρουσία της JLO. Αυτή η κυρία είναι πραγματικά επικίνδυνη.