Η Μαρία Λάφη κινηματογραφεί την Αθήνα σαν ένα πεδίο μάχης. Και δεν εννοεί κανείς μόνο την φωτοβολίδα που στην αρχή των τίτλων δύο νεαροί θα τοποθετήσουν μέσα σε ένα ταχυδρομικό κουτί, σκορπίζοντας στο δρόμο τα γράμματα μιας κοινωνίας που έτσι κι αλλιώς έχει συνηθίσει στο «χωρίς παραλήπτη».

Η φυσική βία, οι συγκρούσεις σώμα με σώμα, ο εκβιασμός και η κακοποίηση δεν λείπουν, αλλά η πραγματική μάχη ξεκινά και τελειώνει στην ανθρώπινη επαφή, στην εμμονή με την οποία οι άνθρωποι φοβούνται τον «άλλο», στον τρόπο με τον οποίο ο «ξένος» είναι πάντα θύμα ή θύτης αλλά ποτέ ένας πολίτης με δικαιώματα και υποχρεώσεις, στις αναταράξεις που συγκλονίζουν συθέμελα τις δυτικές κοινωνίες, ανέτοιμες από καιρό να γίνουν αυτό που θεωρητικά επιθυμούν: μια κοινή πατρίδα για όλους.

Με επίκεντρο τρεις διαφορετικές ιστορίες που διαδραματίζονται τη Μεγάλη Εβδομάδα, μια γειτονιά στην Αθήνα αποκαλύπτει τα «τραύματα» των εχθοπραξιών.

Ενα παιδί Φιλιππινέζων μεταναστών προσπαθεί να ενσωματωθεί στην ελληνική παρέα του σχολείου και να πλησιάζει την κοπέλα που του αρέσει, μια νεαρή Ελληνίδα μετακομίζει χωρίς την άδεια των γονιών της με το νιγηριανής καταγωγής αγόρι της και μαζί μπλέκουν σε μια άγρια ιστορία με ναρκωτικά, μια γυναίκα από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ενωσης μαθαίνει ότι ο άντρας της είναι νεκρός αλλά δεν μπορεί να τον δει γιατί δεν έχει χαρτιά, εγκλωβισμένη σε ένα κύκλωμα διακίνησης ανθρώπων. Απέναντι τους και η Θάλεια, μια τυπική Ελληνίδα, που πηγαίνει καθημερινά στην εκκλησία, που δεν μπορεί τους ξένους, που δεν παρέλαβε κι αυτή ποτέ το γράμμα που περίμενε σε όλη της τη ζωή.

Οσο η Λάφη τους παρακολουθεί στην καθημερινότητά τους, καθώς τους γνωρίζουμε «από την καλή κι από την ανάποδη», όσο αποκαλύπτεται με ωραίο, νατουραλιστικό τρόπο η πραγματική ζωή που ζει ο καθένας, το «Holy Boom» υπηρετεί απόλυτα τη φιλοδοξία του να χαρτογραφήσει μια πόλη που τελικά αποτελείται από τις μικρές, μεγάλες, κρυφές, φανερές, σημαντικές ιστορίες όλων όσων ζουν μέσα στα σπλάχνα της. Οταν η ένταση ανεβαίνει, το σχόλιο γίνεται προφανές, αγγίζει τη γραφικότητα, γίνεται μια σειρά από κλισέ που προδίδουν ακόμη και τους ίδιους τους ήρωες, Επιπλέον και σε μια τολμηρή επιλογή να είναι όλοι οι «ξένοι» στο ρόλο των θυτών, κάτι που στα μάτια ενός ανυποψίαστου θεατή που δεν θα μπει στον κόπο να διακρίνει το παιχνίδι ανάμεσα στο ποιος τελικά είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, θα του επιβεβαιώσει απλά τις προκαταλήψεις του.

Δύσκολα θέματα, δύσκολες επιλογές. Μερικές από αυτές στη σωστή κατεύθυνση, όπως οι ερμηνείες των κεντρικών ηθοποιών που φτιάχνουν ένα θαυμαστό ensemble νατουραλισμού, όπως η διάθεση να μην είναι αυτή μια ταινία καταγγελίας, όπως η φυσικότητα με την οποία μπαινοβγαίνουμε από τη μια ιστορία στην άλλη. Και μερικές άλλες πιο άβολες, πιο αμήχανες, πιο «εύκολες» (ανάμεσα σε αυτές και το ασύνδετο τελικά Πάσχα που διαδραματίζεται σε παράλληλη δράση), σε ένα σύνολο που προδίδεται ταυτόχρονα από την τόλμη και την ατολμία του, μένοντας συνεχώς κάπου στο ενδιάμεσο.