Στ’ αγγλικά, και οι δύο έννοιες της σύνθετης λέξης «hattrick» (ξένος τίτλος), προερχόμενες αμφότερες από τα γήπεδα κρίκετ και τα βαριετέ του 19ου αιώνα, δηλώνουν θρίαμβο. Στην αθλητική ορολογία, είναι το κατόρθωμα του ομαδικού αθλητή που σκοράρει τρία τέρματα στη σειρά. Στη δε ορολογία της σόουμπιζ, το σερί του ταχυδακτυλουργού που βγάζει από το ημίψηλο καπέλο του τα πιο απίθανα αντικείμενα και ζωάκια.

Στην ταινία τεσσάρων χαρακτήρων του Ιρανού σκηνοθέτη Ραμτίν Λαβαφιπούρ, που είχε πρωτοεμφανιστεί το 2008 με το πολυβραβευμένο «Be Calm and Count to Seven», ο Φαρσάντ, το πρόσωπο-μοτέρ της δραματουργίας, είναι και σκόρερ και μάγος, αλλά με την πιο αρνητική έννοια. «Σκοράρει» το ένα λάθος μετά το άλλο, ομολογεί όλα τα «κόλπα» του στη σειρά.

Στον φιλμικό χρόνο, τα λάθη του ξεκινούν από ένα πάρτι, όπου μιλά κρυφά στο κινητό στον κήπο ενός σπιτιού, ενώ η όμορφη γυναίκα του, Λίντα, τον παρακολουθεί ανήσυχη από μέσα. Ένα ατύχημα στον νυχτερινό δρόμο της επιστροφής, όπου κουβαλά κι έναν ξάδελφο της συζύγου και κολλητό του με τη νέα του φίλη, θα ανατρέψει για τα καλά τις ήδη ευαίσθητες ισορροπίες: ο Φαρσάντ χτυπά με το αμάξι κάτι, και σταματά αρκετά μέτρα πιο κάτω μετά από επιμονή των άλλων. Οι οποίοι θα εντοπίσουν αίμα στον προφυλακτήρα, αλλά από φόβο να γυρίσουν πίσω να δουν τι ακριβώς συνέβη, συμφωνούν να αποσυρθούν στο διαμέρισμα της εργένισσας φίλης να σκεφτούν τι θα κάνουν.

Περιττό να πούμε πως το ατύχημα-καταλύτης θα γίνει αφορμή να αποκαλυφθούν μυστικά και ψέματα στις ζωές και των τεσσάρων. Ο Φαρσάντ, ο υπαίτιος, είναι και ο πιο ήρεμος, καθότι ανάλγητος κι επιπόλαιος. Καθισμένος στον καναπέ, παρακολουθεί τον ποδοσφαιρικό αγώνα στον οποίο στοιχημάτισε πολλά, ενώ οι άλλοι ψάχνουν αναστατωμένοι λύση στο πρόβλημα. Μονάχα μετά από πιέσεις θα συμμετάσχει στην ανησυχία τους, οπότε θ’ αρχίσουν να ξεδιπλώνονται και όλες οι πέραν της έκτακτης συμφοράς ενοχές του.

Μολαταύτα, το δράμα δεν είναι τόσο σύνθετο όσο προδιαγράφεται. Παρά τις επιμέρους αναγωγές στα ευρύτερα ήθη (δια του χαρακτήρα της ανύπαντρης οικοδέσποινας, κυρίως), καθηλώνεται στην προσωπική σφαίρα, χωρίς να εκτοξεύεται στην κοινωνική και πόσο μάλλον τη φιλοσοφική, όπως στο σινεμά του Ασγκάρ Φαρχαντί, για να αναφερθούμε σε άλλον έναν θεατρικής καταγωγής μελετητή των μεσοαστικών ηθών στο σημερινό Ιράν, στον οποίο ο Λαβαφιπούρ κατάδηλα χρωστά πολλά. Μένουν πάντως κάποια καλοδουλεμένα διαλογικά μέρη, οι πειστικές ερμηνείες και το δυνατό ψευτοαισιόδοξο φινάλε.