Ο Ευαγόρας αποφυλακίζεται έπειτα από πέντε χρόνια καταδίκης για παραχάραξη. Ελεύθερος στη Λευκωσία, αναζητά τον φίλο του, Μιλέν, εκείνον που δεν πρόδωσε ποτέ και τιμωρήθηκε και για τους δυο τους. Με την Ιντερπόλ στο κατόπι του, ο Ευαγόρας θα φτάσει ως τη Βουλγαρία ψάχνοντας τον Μιλέν: εκεί, αντί για τον παλιό του συνεργό που κρύβεται από τις αρχές, θα συναντήσει την όμορφη Ντίτα. Ο Ευαγόρας θα δοκιμάσει ν’ αγγίξει την ευτυχία, αλλά η μοίρα του είναι σημαδεμένη από παλιά χρέη.
Ο Ανδρέας Πάντζης γράφει και σκηνοθετεί την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά τον «Βιασμό της Αφροδίτης, τη «Σφαγή του Κόκορα» και το «Τάμα» κι αυτή εδώ μοιάζει να είναι η πιο φιλόδοξη, αλλά και αποτυχημένη. Η πρόθεσή του είναι να αφηγηθεί ένα ανθρώπινο δράμα, καθορισμένο από τη μοίρα, μια αλληγορία για το πώς η οικονομική εκμετάλλευση της εποχής μας υπονομεύει τις ανθρώπινες σχέσεις και αξίες, ένα film noir για έναν ήρωα κατεστραμμένο από το σύστημα, ένα ρομάντζο που θα υποφέρει από ηθικές οφειλές του παρελθόντος και μια σύγχρονη ματιά στην εισβολή της Κύπρου το ’74: δηλαδή, τα πάντα.
Η πρόθεση της ταινίας ν’ αναφερθεί στο Κυπριακό είναι έντονη κι εμφανής σε κάθε παρακλάδι της ιστορίας της, χωρίς όμως να έχει λειτουργική θέση στην υπόλοιπη πλοκή. Το σενάριο ξετυλίγεται χωρίς φρένο, χωρίς δομή και χωρίς ίχνος οικονομίας, γεμίζοντας τις δυόμιση ώρες της ταινίας με χαλαρά συνδεδεμένες ιστορίες και μια φλυαρία που καταρρίπτει ακόμα και όση ένταση θα έχτιζε η αστυνομική πλοκή. Αυτή η πλευρά της ταινίας, η αγωνία του ποιος θα βρει πρώτος τον Μιλέν, η Ιντερπόλ ή ο Ευαγόρας, στηρίζεται σε δεδομένα κι επιλογές τόσο λίγο δουλεμένες, τόσο αυθαίρετες που παύει και ν’ απασχολεί τον θεατή, καθώς γρήγορα γίνεται απόλυτα προβλέψιμη. Ενας αδικαιολόγητος πληθωρισμός στη σκηνοθεσία, χωρίς ίχνος αυτοσυγκράτησης, βυθίζει τα πλάνα της μέσα στο παλιομοδίτικο βαλκανικό μπαρόκ, με μια παραπάνω γεύση χυδαιότητας στα άφθονα γυναικεία μπούτια που η κάμερα εξερευνά κατά βούληση. Και παρότι ο Γιώργος Χωραφάς ως Μιλέν και η Σίλβια Πέτκοβα ως Ντίτα ξεχωρίζουν από το σύνολο, αν μη τι άλλο λόγω φωτογένειας, ο Χάρης Αμπράζης προσεγγίζει τον κεντρικό ρόλο του Ευαγόρα με μια αμηχανία που δε βοηθά ώστε να δώσει στην ταινία την ορμή που τόσο της λείπει.