Ενα δεκατετράχρονο κορίτσι, ένα οκτάχρονο αγόρι και μία χρεωκοπημένη ξυλαποθήκη στη σημερινή Αθήνα.
Οι λίγες λέξεις της περίληψης της ταινίας, μπορεί να ορίζουν τον χώρο και τους ήρωες της, αλλά δεν μπορούν στην πραγματικότητα να περιγράψουν την μεγαλύτερη εικόνα της, που δυστυχώς αποτελεί για πολλούς μια επώδυνη, βιωμένη πραγματικότητα. Με φόντο μια Αθήνα που βράζει, που ανασκάπτεται, που ουρλιάζει στους δρόμους, η «Κόρη» κοιτάζει την ελληνική «κρίση», από μια διαφορετική πλευρά. Η χρεωκοπία της ξυλαποθήκης του πατέρα της είναι οικονομική, όμως στην Ελλάδα του σήμερα, στα μάτια της μικρής ηρωίδας, η χρεωκοπία, πηγαίνει πολύ πιο βαθιά από τα λεφτά. Ο μπαμπάς της έχει εξαφανιστεί, η χωρισμένη μητέρα της δεν νοιάζεται ο συναιτερός του που είναι υπεύθυνος κοιτάζει μόνο το τομάρι του. Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι , ακόμη κι αν αυτό το κάτι είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από το σωστό.
Κάπως έτσι ξεκινά αυτό το θρίλερ ηθικής κι αξιών, του Θάνου Αναστόπουλου, με τους μικρούς πρωταγωνιστές του, να αναλαμβάνουν το βάρος των πράξεων των μεγάλων και με την κρίση του δικού τους κόσμου να διαβρώνει με βία την δική τους προστατευμένη ψυχολογική περιοχή. Κι αυτό ακριβώς το θεάμα είναι που κάνει την ταινία ακόμη πιο επώδυνη, πιο αποτελεσματική, που δίνει στην απροσδιόριστη απειλή που χτίζεται με αργά βήματα από τα πρώτα κι όλας πλάνα την έντασή της.
Ομως ακόμη κι αν το φιλμ του Αναστόπουλου παίζει με τους κανόνες ενός θρίλερ (σκεφτείτε κάτι σαν τα πρώτα φιλμ του Χάνεκε κι όχι το είδος που στάζει αίμα), η αγωνία του αποκτά πολύ μεγαλύτερη αντήχηση βλέποντάς την στο σινεμά, ενώ η Ελλάδα του 2012 περιμένει να σε αρπάξει ξανά μόλις βγεις από αυτή. Κι ακόμη κι αν η «Κόρη» μπορεί να διαβαστεί και να λειτουργήσει εξίσου καλά ως ιστορία και ως παραβολή σε οποιοδήποτε τόπο και χρόνο, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις, ότι αυτή η σκληρή ιστορία ενηλικίωσης ενός κοριτσιού και μιας χώρας, ταιριάζει απόλυτα στο εδώ και το τώρα.
Ο Αναστόπουλος την κινηματογραφεί κλειστοφοβικά, με την εξαιρετική φωτογραφία του Ηλία Αδάμη να μεταμορφώνει την ξυλαποθήκη σε ένα τοπίο όπου το φως και το σκοτάδι έχει το καθένα τη δική του θέση, όπου η υφή του ξύλου, του πριονιδιού, των ηρώων του είναι κάτι που σχεδόν ψηλαφίζεις, όπως τα δάχτυλά τους τις σανίδες που ορίζουν τον χώρο.
Με την μικρή πρωταγωνίστρια του Σαβινα Αλιμάνι να αποδίδει πετυχημένα τις περισσότερες φορές μέσα από λίγες λέξεις και έντονα βλέμματα το ψυχολογικό της πορτρέτο, το φιλμ δίνει στους ηθοποιούς του την ελευθερία να αυτοσχεδιάσουν τους διάλογους και τις πράξεις των χαρακτήρων τους κάτι, που ακόμη κι αν δίνει την αίσθηση μιας μη δραματοποιημένης αλήθειας, δεν λειτουργεί πάντα όσο πετυχημένα θα ήθελες.
Το ίδιο συμβαίνει και με κάποιες από τις σκηνές που αφήνουν στην άκρη την χειροπιαστή πραγματικότητα για να αγγίξουν κάτι το συμβολικό ή μεταφορικό (άλλες είναι απλά υπέροχες κι άλλες δείχνουν ελαφρώς βεβιασμένες), καθώς και με εκείνες τις στιγμές που το φιλμ δοκιμάζει να μιλήσει με μεγαλύτερη καθαρότητα για κάποιες από τις θεματικές του μέσα από συγκεκριμένες λέξεις.
Ακόμη κι έτσι όμως, η αφηγηματική λιτότητα, η διάθεση αφαίρεσης, τα όσα υπονοούνται και τα όσα η δική σου εμπειρία και ζωή συμπληρώνει στις εικόνες του φιλμ είναι κάτι παραπάνω από αρκετά για να άρουν τις περισσότερες από τις αντιρρήσεις σου απέναντι σε αυτή την βραδυφλεγή ταινία που δεν τελειώνει όταν ανάβουν τα φώτα, αλλά νιώθεις πως σε ακολουθεί κι έξω από την αίθουσα.
Δείτε εδώ τη συνέντευξη του Θάνου Αναστόπουλου στην κάμερα του Flix.