Με τελευταία της ταινία μυθοπλασίας το «Eduart» του 2006, αλλά έχοντας προσφέρει, πρόσφατα, μια τρυφερή και διαπεραστική ματιά στους «αδέσποτους» της πόλης με το ντοκιμαντέρ «Οι Αγνωστοι Αθηναίοι», η Αγγελική Αντωνίου επιστρέφει, εμπνεόμενη από το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου, «Για να Δει τη Θάλασσα».

Διαβάστε τη συνέντευξη του Flix με τη σκηνοθέτη και τη συγγραφέα: Αγγελική Αντωνίου - Ευγενία Φακίνου | Για να δουν την «Πράσινη Θάλασσα»

Η Αννα είναι μια σιωπηλή, ευάλωτη κοπέλα - πάσχει από αμνησία, δεν θυμάται ποια είναι κι από πού έρχεται. Θυμάται μόνο να μαγειρεύει, εκπληκτικά, οικεία και κατανυκτικά. Πιάνοντας δουλειά στο κουτούκι του Ρούλα, που ταΐζει τους εργάτες της γειτονιάς, η Αννα με τα φαγητά και τις μυρωδιές της ξυπνά στους θαμώνες μνήμες από τις καλές στιγμές της ζωής τους. Την ίδια στιγμή, προσπαθεί κι εκείνη, με αγωνία, να ξυπνήσει τις δικές της, χαμένες αναμνήσεις. Οσο το μαγειρείο, χάρη στα φαγητά της, γεμίζει κόσμο και κουβέντες, τόσο η Αννα, με τη βοήθεια του δύστροπου Ρούλα μου μισεί τη μουσική, ή του ηλικιωμένου αγιογράφου που σώνεται η ζωή του, ή ενός απρόσμενου φλερτ, επανεφευρίσκει τον εαυτό της κι αποκτά μια νέα «οικογένεια». Οταν η αλήθεια αρχίσει να έρχεται στην επιφάνεια, κανείς δεν θα είναι έτοιμος ή πρόθυμος να την αντιμετωπίσει.

Η Αγγελική Αντωνίου, όπως πάντα, αποδεικνύει κι εδώ ότι ξέρει πώς να κρατήσει το ρυθμό μιας ταινίας, να αναπτύξει ένα σενάριο συγκροτημένο, να χτίσει μια ατμόσφαιρα με γούστο κι ευαισθησία. Ο Γιάννης Τσορτέκης ως Ρούλα βοηθά με τη στιβαρότητα και την αψάδα του, ενώ η Αγγελική Παπούλια ερμηνεύει την Αννα με την κατηγορία ερμηνειών της, «λεπτεπίλεπτος μίσχος έτοιμος να κοπεί». Ομως οι άνθρωποι με τους οποίους η Αντωνίου γεμίζει την ιστορία της, σαν τη βιλγκέρ κομμώτρια ή και τους ίδιους τους κεντρικούς ήρωες, αλλά και το περιβάλλον που επιλέγει, αισθητικό αλλά κυρίως κοινωνικό, είναι υπερβολικά στρογγυλεμένοι και προβλέψιμοι για να ταιριάξουν στο λούμπεν σύμπαν τους με αποτέλεσμα να μοιάζουν ψεύτικοι, ενώ λένε την αλήθεια τους.

Ούτε αρκετά feelgood και γυαλιστερή για να στοχεύει στο εμπορικό κοινό, ούτε αρκετά αιχμηρή για να πετυχαίνει μια ουσιαστική καλλιτεχνική διατύπωση, η ταινία είναι σε όλα της σωστή αλλά κι επίπεδη. Σαν ένα κοκκινιστό στην ταβέρνα της γειτονιάς, που κάτι σου θυμίζει αλλά σίγουρα δεν θα σου αλλάξει τη ζωή.