Eνας άντρας γύρω στα 60 περηφανεύεται πως έχει σαράντα παιδιά από τρεις συζύγους. Θα έπαιρνε και μια τέταρτη, λέει, αν μπορούσε να τα βγάζει πέρα. Στο χέρι του, ένα χαρτί με όσα από τα ανήλικα παιδιά του πηγαίνουν σχολείο. Είναι 20 ή 22; Δεν ξέρει ακριβώς. Το μόνο για το οποίο δηλώνει σχεδόν βέβαιος είναι πως είναι ο πιο πολύτεκνος πατέρας της Γάζας.
Αυτή είναι και η μόνη εύθυμη βινιέτα του ντοκιμαντέρ των Ιρλανδών Γκαρι Κιν και Αντριου ΜακΚόνελ. Το μοναδικό ανακουφιστικό στιγμιότυπο, μαζί με κάποια πλάνα της θάλασσας που βρέχει τούτη τη λωρίδα των 40 χιλιομέτρων μόλις σε μήκος και 10 σε πλάτος, όπου συνωστίζονται δύο εκατομμύρια Παλαιστίνιοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία πάμπτωχοι. Που κι αυτή, όμως, δεν είναι για χόρταση –κυριολεκτικά: το όριο χρήσης της, όπως επιβάλλει το Ισραήλ, είναι μόλις 5 χιλιόμετρα, έκταση που ούτε τους ψαράδες μπορεί να συντηρήσει ούτε, πολύ περισσότερο, τον πληθυσμό.
Τα πλάνα αυτά, πολλά σε ρελαντί, «σπάνε» με ρευστότητα και μια αίσθηση του ονειρικού την άκρα τραγικότητα που πάλλει ολόκληρο το φιλμ. Όπως και το χαμόγελο ενός από τα παιδιά του σούπερ πολύτεκνου που, στα 14 του, θέλει κάποτε να γίνει καπετάνιος στα πολιορκημένα νερά της Μεσογείου. Κατά τα άλλα, όλα τα ομιλούντα πρόσωπα, που ομιλούν κυρίως σε voiceover, εκπέμπουν μια δυσβάσταχτη θλίψη κι έναν ανείπωτο φόβο, ακόμη και στην πιο ατάραχη στιγμή της εύθραυστης καθημερινότητάς τους.
Eνας γηραιός ράφτης, ανίκανος να δουλέψει από τις συχνές διακοπές ρεύματος, αναπολεί τις μέρες της επαγγελματικής του δόξας. Ένας ταξιτζής θυμάται την ανοιχτομυαλιά των παλαιότερων εποχών, το ίδιο και μια κοσμική μεσοαστή, της οποίας μια από τις τρεις κόρες, που απεχθάνεται τη «συμπάθεια» που νιώθουν οι δυτικοί για τον λαό της, ελπίζει να γίνει τσελίστρια. Ένας τραυματιοφορέας μιλάει βουρκωμένος για τα νιάτα που ακρωτηριάζονται στις ιντιφάντα, όταν σε μια πέτρα του ξεσηκωμένου Παλαιστινίου ο Ισραηλινός στρατιώτης απαντάει με σφαίρες και όλμους, και, αντί να εκπροσωπούν το μέλλον της κοινωνίας τους, καταντούν το βάρος της. Ένας παραπληγικός νεαρός τον διαψεύδει με τους ραπ στίχους που εκτοξεύει σε ένα στούντιο ηχογράφησης.
Κανένας από τους παραπάνω δεν κρύβει, όπως την απέχθειά του για το ισραηλινό καθεστώς, έτσι και την επιφύλαξή του για τη Χαμάς. Όμως οι σκηνοθέτες σωστά δε μπαίνουν σε μια ρητορική επί του μεσανατολικού. Οι εικόνες που αποτυπώνουν, παρότι ενίοτε ανακυκλούμενες, μένουν στα πρόσωπα και τις ιστορίες τους, στις οποίες λανθάνει και η Ιστορία της ολοένα και συρρικνούμενης γης τους. Αυτής της «ανοιχτής φυλακής», όπως λέει κι ένας από τους κατοίκους. Που τώρα, μια πενταετία μετά το γύρισμα της ταινίας, έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο νεκροταφείο. Ουδείς ξέρει τι απέγιναν οι πρωταγωνιστές της. Κι αυτό είναι μια τραγωδία που σε κεραυνώνει εξαρχής, από το πρώτο δευτερόλεπτο.