Ο Χρήστος Νίκου είναι ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης. Αυτό δεν φαίνεται μόνο στην καλή κριτική και φεστιβαλική πορεία που είχαν τα «Μήλα» του πριν δυο χρόνια, ούτε μόνο στο ενδιαφέρον που προκαλεί η δουλειά του σε καταξιωμένους διεθνείς επαγγελματίες, όπως η Κέιτ Μπλάνσετ που εκτελεί και εδώ χρέη παραγωγού, ή οι θαυμαστοί ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στις ταινίες του, Ελληνες και μη, ή στο γεγονός πως η νέα του ταινία (από το «Apples» στην Apple, θεαματικά), έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο περίοπτο φεστιβάλ του Τέλιουραϊντ κι ο Νίκου ήδη απλώνει τις σχέσεις και τις συνεργασίες του στην Αμερική. Φαίνεται και στην ικανότητά του να δημιουργήσει ένα σύμπαν, ερμητικά κλειστό, γεμάτο αποκλειστικά με το δικό του όραμα και με μια μάλλον εθιστική αισθητική. Το ζήτημα είναι με τι είδους και πόση ουσία γεμίζει το σύμπαν αυτό και στο «Fingernails» η ουσία είναι πολύ λιμαρισμένη.

Κεντρική ηρωίδα στο «Fingernails» είναι η Ανα, μια γοητευτική κοπέλα με εξωτερική συγκρότηση κι εσωτερική σύγκρουση. Με τον σύντροφό της, τον Ράιαν, θα ζήσουν για πάντα μαζί ευτυχισμένοι και δεν θα χωρίσουν ποτέ: αυτό τούς επιβεβαιώνει το τεστ «νέας» τεχνολογίας που καθορίζει την πορεία των ζευγαριών, παίρνοντας από τον καθένα και την καθεμιά ένα νύχι, βάζοντάς τα μαζί σε μια «τεχνολογική συσκευή», μεταξύ VCR και φούρνου μικροκυμάτων και συμπεραίνοντας εάν το ζευγάρι έχει τύχη, ή πρέπει να χωρίσει αμέσως. Μάλιστα, στον κόσμο της ταινίας λειτουργούν κι ειδικά «φροντιστήρια προετοιμασίας» για επιτυχία στο τεστ: σ' ένα τέτοιο πιάνει δουλειά η Ανα και η επαφή της με τη διαδικασία και με άλλα ζευγάρια εντείνει το στρες της, τις αμφιβολίες της για το εάν ο Ράιαν είναι, πράγματι, ο άνθρωπός της. Τις αμφιβολίες της, επίσης, εντείνει η γνωριμία της με τον προϊστάμενό της, τον Αμίρ, ο οποίος είναι εξίσου μη-σίγουρος για τη δική του ερωτική σχέση.

Ο κόσμος του «Fingernails» είναι μαγνητικός: λίγο όπως οι μαγνητικές ταινίες ηχογραφήσεων, ρετρό και ζεστός. Η φωτογραφία του Μαρσέλ Ρεβ είναι γεμάτη φθινοπωρινά φύλλα, τρυφερά γήινα χρώματα, μια χαρά καθόλου τεχνητή. Το μοντάζ του Γιώργου Ζαφείρη χτίζει μια ταινία που ξεδιπλώνεται ήρεμα, με μια (φυσικά) quirky γλυκύτητα. Ο μικρός ρόλος του Λουκ Γουίλσον φέρνει χαμόγελο, ο Τζέρεμι Αλεν Γουάιτ, μακριά από το «Bear», κουβαλάει μια goofy, ελαφρώς άξεστη, γοητεία, κυρίως η Τζέσι Μπάκλεϊ αστράφτει και λάμπει, όταν χαμογελά στραβά, όταν παρατηρεί, όταν νιώθει ευάλωτη ή δυνατή κι οι σκηνές της με τον Ριζ Αχμεντ είναι ικανές να νικήσουν κάθε τεστ συμβατότητας.

Ομως πειστική δεν γίνεται ούτε η συνθήκη, ούτε, τελικά, η ίδια η ιστορία, ούτε καν στο πλαίσιο του φανταστικού ή της αλληγορίας, κυρίως γιατί πολλά στοιχεία της ταινίας μοιάζει να βρίσκονται εκεί απλώς επειδή ο Χρήστος Νίκου τα θέλησε έτσι. Ο κόσμος του «Fingernails» είναι άχρονος, όμως γεμάτος «αναλογικά» στοιχεία και '80ς τραγούδια, όσο το σινεμά παίζει το «Notting Hill», πράγματι μια αξεπέραστη, ονειρική ρομαντική κομεντί που, όμως, χαρακτήρισε μια εποχή τόσο, όσο και το «Total Eclipse of the Heart».

Οι ήρωες είναι σχεδόν μονόχνωτα περιορισμένοι στην αναζήτηση της ιδανικής (ή πραγματικής) σχέσης, όμως δεν έχουν παραπάνω υπόσταση, ο «υγιής» έρωτας είναι αυτοσκοπός τους και δεν γνωρίζουμε ποτέ τίποτ' άλλο γι' αυτούς, για τη ζωή και το περιβάλλον τους ή, έστω, για τις υπόλοιπες σκέψεις τους. Κι έτσι η Ανα, ο Ράιαν, ο Αμίρ, τα προπονούμενα ζευγάρια του φροντιστηρίου, παραμένουν σχηματικές φιγούρες χωρίς οντότητα, να ενσαρκώνουν τον προβληματισμό του δημιουργού τους για το εάν η αγάπη χρειάζεται οδηγίες, παρορμητισμό ή ενδοσκόπηση, ασπαζόμενοι μια αδεξιότητα που μένει υφολογική χωρίς να σε αγγίζει συναισθηματικά. Το ίδιο και το τελευταίο μέρος της ταινίας, που μας αφήνει να... μυρίζουμε τα νύχια μας για την ευκολία, ελαφρότητα της επίλυσής της.

Κι έτσι μένουμε με τη δεύτερη ταινία ενός σκηνοθέτη εμπνευσμένου, για τον οποίο ξέρουμε πια με βεβαιότητα πως πιστεύει στον ρομαντισμό, όσο και στο conceptual σινεμά (ως τώρα, τουλάχιστον), πως αντιτίθεται στα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία που βάζουν τις σχέσεις σε πρότυπα και αλγόριθμους, αλλά και πως, ακόμα, δεν έχει προσπεράσει τη φόρμα για να φτάσει σε κάτι αληθινά βαθύ και ειλικρινές, σοβαρά αγκιστρωμένο στο συναίσθημα ή στην απόρριψή του και σε μελετημένες σχέσεις αιτιότητας.