«Κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλον.»

Με μια από τις πιο όμορφες, λιτές, βαθιά συγκινητικές και τελικά διαχρονικές ταινίες της υπερπαραγωγικής καριέρας του, ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ παραδίδει με το «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» το μεγάλο love story της φιλμογραφίας του, μια τέραστια αφιέρωση στον Ντάγκλας Σερκ και το πολιτικό του κατηγορώ στην Γερμανία του ρατσισμού και της μετα-ναζιστικής αν(τ)οχής, σαν αυτή η μικρή ταινία να χωράει μέσα της ολόκληρο το φιλμικό και θεωρητικό του σύμπαν - και κάτι παραπάνω.

Στις διαστάσεις ενός μελοδράματος που διαδραματίζεται σχεδόν στους τέσσερις τοίχους μιας κουζίνας, ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ δεν ενώνει αναπάντεχα και αναπολογητικά μόνο μια Γερμανίδα εξηντάχρονη καθαρίστρια με έναν Μαροκινό εργάτη 20 χρόνια μικρότερο της, αλλά και δύο ολόκληρους κόσμους που με αφορμή αυτήν την ανομολόγητη σχέση θα έρθουν σε οριστική σύγκρουση, επιβιώνοντας με διαρκείς απώλεις μια αέναη μάχη ανάμεσα στην προκατάληψη και την αυτοδιάθεση, τον ρατσισμό και την συμπερίληψη, τον παλιό κόσμο και αυτόν τον καινούριο που πασχίζει να βρει μια χαραμάδα για να μπορέσει ίσως κάποια στιγμή να επικρατήσει.

Το φάντασμα του «All that Heaven Allows» του Ντάγκλας Σερκ ιπταται εδώ πάνω από ολόκληρη την ταινία. Οσο επαναστατική υπήρξε στην ταινια του Σερκ η απόφαση μιας μεσόκοπης γυναίκας να ερωτευτεί τον κηπουρό της στα αμερικάνικα προάστια, τόσο πιο αναρχική μοιάζει εδώ η απόφαση της Εμμι να παντρευτεί τον Αλί, με τον Φασμπίντερ να βαθαίνει ακόμη περισσότερο την πολιτική διάσταση του μελοδράματος του Σερκ, φέρνοντας την ιστορία (ειρωνικά) στην πατρίδα και των δύο, δίνοντας ρόλο σε έναν θαυμαστή των Ναζί (τον υποδύεται με ανατριχιαστική πειθώ ο ίδιος) που θεωρεί τους ξένους γουρούνια και βάζοντας το παράνομο ζευγάρι να τρώει το πιο εοραστικό του δείπνο στο αγαπημένο εστιατόριο του Χίτλερ.

Υπογραμμίζοντας εδώ ανοιχτά τα θέματα του ρατσισμού (εδώ πιο έντονα και του ηλικιακού που στρέφεται προς την Εμμι), ο Φασμπίντερ ανοίγει το ναρκοπέδιο γύρω από τους δύο εραστές και από τις δύο πλευρές. Όχι μόνο από την πλευρά της οικογένειας της Εμμι (που σε μια ευθεία αναφορά στη θρυλική σκηνή της τηλεόρασης στο «All that Heaven Allows» θα την σπάσουν, λες και ο μοντέρνος κόσμος, αυτός που θέλει τους ξένους να μπαίνουν στα σπίτια των λευκών, καθρεφτίζεται στην σβηστή οθόνη της), αλλά και στους ξένους φίλους του Αλί που θα νιώσουν το ίδιο άβολα με αυτή τη σχέση, καταδικάζοντάς την ως μη φυσική, ως μια ρωγμή μέσα στην τακτοποιημένη αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς και τους άλλους.

Η σχέση της Εμμι με τον Αλί, όμως, είναι τόσο φυσική, τόσο ευγενική, τόσο αθώα, φτιαγμένη από την ανάγκη δύο ανθρώπων να μην είναι μόνοι, να επικοινωνήσουν με κάποιον. Δεν μετακινούνται από αυτά που τους χωρίζουν και ίσως εκεί βρίσκεται και η μεγαλύτερη δύναμη τους. Μέχρι που η ζωή θα τους νικήσει - πολλαπλά και αναπάντεχα, όπως τους ένωσε - αλλά το ξέρουν και οι δύο, όπως και ο Φασμπίντερ, και θα το πει σπαρακτικά η Εμμι λίγο πριν το φινάλε πως «όταν είμαστε μαζί ας φερόμαστε καλά ο ένας στον άλλον». Σε αυτή τη φράση, σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές της φιλμογραφίας του Φασμπίντερ, η ανθρώπινη καλοσύνη και η ανθρωπιά γίνεται έτσι όπως πρέπει η μεγαλύτερη αξία σε έναν κόσμο που μοιάζει να τις έχει χάσει όλες.

Με οδηγό την παλέτα του να παίζει με το χρώμα, έντονο και ποπ - αντίθεση σε έναν μουντό κόσμο που δεν ξέρει να αγαπά και δύο αφοπλιστικούς πρωταγωνιστές που «γδύνονται» πολλές φορές χωρίς ενοχή μπροστά στα μάτια των θεατών, ο Φασμπίντερ μιλάει εδώ για ανθρώπους ατρόμητους που στα σωθικά τους κρύβεται μόνο η αγάπη και η επιθυμία. Για ανθρώπους που παραμερίζουν το φόβο προκειμένου να αλλάξουν τη ζωή τους - και τη ζωή όλων. Για ανθρώπους ταυτόχρονα με σάρκα και οστά και ανθρώπους - σύμβολα, ενός μελοδράματος που παίζει στο διηνεκές, ακόμη και σήμερα, μεγαλύτερο από τις διαστάσεις του λες για να χωρέσει την ασχήμια αλλά και όλη την ομορφιά αυτού του κόσμου.