Κάποιοι θα θεωρούν περίεργο το γεγονός πως ένα franchise σαν το «Fast & Furious» έχει καταφέρει να παραμείνει ζωντανό για πάνω από 20 χρόνια.

Κι αυτό όχι γιατί πρόκειται για μια παράλογη σαπουνόπερα καλά καμουφλαρισμένη πίσω από αστείρευτα και ακόμα πιο παράλογα εντυπωσιακές σκηνές δράσης και τα γρήγορα αυτοκίνητα που τις συνοδεύουν, αλλά κυρίως γιατί ποτέ κανείς δεν έχει εξηγήσει πειστικά πως μπορεί όλο αυτό να κάνει το κοινό να επιστρέφει στις αίθουσες, με ένα είδος ευλάβειας πλέον, για δέκα (μέχρι στιγμής) ταινίες.

Και να όμως που βρισκόμαστε στον τελευταίο γύρο και λίγο πριν το φινάλε του, το saga του Ντομ Τορέτο και της οικογένειάς του, θέλει να μας θυμίσει όλα εκείνα (και εκείνους) που έκαναν το franchise ένα είδος θρησκείας για τους φανς της σειράς, σπάζοντας τα κοντέρ του εντυπωσιασμού, αλλά και της χαζομάρας, σχεδόν ταυτόχρονα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό.

Μετά από πολλές αποστολές και ενάντια σε απίθανα εμπόδια, ο Ντομ Τορέτο και η οικογένεια του έχουν ξεγελάσει και ξεπεράσει κάθε αντίπαλο στο διάβα τους. Τώρα, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον πιο φονικό εχθρό. Μία τρομαχτική απειλή ξεπροβάλλει από τα σκοτάδια του παρελθόντος, διψάει για εκδίκηση, σκοπεύει να διαλύσει αυτή την οικογένεια και να καταστρέψει μια για πάντα όλους όσους και όλα όσα αγαπάει ο Ντομ. Στους «Μαχητές των Δρόμων: Ληστεία στο Ρίο», το 2011, ο Ντομ και η παρέα του εξολόθρευσαν τον μοχθηρό βαρόνο των ναρκωτικών Eρνάν Ρέγιες, αφήνοντας ακέφαλη την αυτοκρατορία του σε μία γέφυρα του Ρίο Ντε Τζανέιρο. Δεν γνώριζαν όμως ότι ο γιος του Ρέγιες, ο Ντάντε ήταν αυτόπτης μάρτυρας και έχει περάσει τα τελευταία 12 χρόνια καταστρώνοντας την εκδίκηση που θα αναγκάσει τον Ντομ να πληρώσει το απόλυτο τίμημα.

Ενα ερώτημα που προσπαθεί να απαντήσει κάθε νέο κεφάλαιο του saga είναι «πως μπορούμε να κάνουμε την ταινία αυτή ακόμα πιο απίστευτη από την προηγούμενη;» Και ακόμα όταν πλανάται ένα τεράστιο «γιατί »πάνω από όλο αυτό, η απάντηση κάθε φορά είναι ένα τεράστιο «ναι» που τα υπερκαλύπτει όλα. Και αυτό το κεφάλαιο δεν αποτελεί καμία εξαίρεση.

Από υπερπολυτελή αυτοκίνητα (ακόμα δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την ολόχρυση Lamborghini η οποία τρέχει μέσα στα στενά της Ρώμης) τα οποία καταφέρνουν, για άλλη μια φορά, να ανατρέψουν το οποίους φυσικούς νόμους για χάρη εντυπωσιασμού καθώς οι εκρήξεις πέφτουν βροχή, με την αδρεναλίνη όμως να φαίνεται πως έχει ήδη χτυπήσει στην άσφαλτο και την αγωνία και την ένταση, χωρίς την ασφάλεια του όποιου σοβαρού διακυβεύματος, να ψιλο-ντεραπάρουν.

Ο Λουί Λετεριέ, ο οποίος ανέλαβε την σκηνοθεσία μετά και την αποχώρηση του Τζάστιν Λιν, δεν είναι άγνωστος σε τέτοιου είδους ταινίες, μιας και παλιότερα μας είχε δώσει την σειρά «Transporter». Κι εδώ φέρνει τα δικά του γνώριμα κόλπα, τα οποία κουμπώνουν τέλεια με τους μη υπαρκτούς πλέον νόμους και τον ανεξέλεγκτο παραλογισμό που ορίζουν, πλέον, το σύμπαν του franchise. Μπορεί οι σκηνές δράσης του να προσφέρουν την διασκέδαση που υπόσχονται, με τα κυνηγητά, τους αγώνες ταχύτητας και τις μάχες σώμα με σώμα να έχουν μια κάποια δυναμική μέσα από την κάμερα του Λετεριέ, αλλά πόσο μπορείς πλέον να δεχτείς μια ανθεκτικότητα σε όλα αυτά όταν πλέον τα πάντα τόσο επιτηδευμένα αστεία και, σε στιγμές, χαζά;

Αλλά ακόμα και εάν υπήρχε ένα κάποιο σενάριο (που δεν υπάρχει) για να τα στηρίξει όλα αυτά, δεν θα κατάφερνε και πολλά για να δώσει στην ταινία αυτό το τελευταίο boost για να τερματίσει με επιτυχία. Και όπως κάθε franchise που σέβεται τον εαυτό του, έτσι κι το saga του «Fast & Furious», λίγο πριν τελειώσει, μας πηγαίνει πίσω στο παρελθόν για να προσπαθήσει να τιμήσει όλα όσα το έκαναν αυτό που είναι τώρα, φέρνοντας πίσω όσους χαρακτήρες είναι ακόμη ζωντανοί και, γιατί όχι, και νεκροί. Αλλά εδώ αντί να καταφέρει κάτι τέτοιο μοιάζει για άλλη μια φορά ως μια κακογραμμένη βραζιλιάνικη σαπουνόπερα γεμάτη από σεναριακές ευκολίες, η οποία παίρνει σε στιγμές πολύ πιο σοβαρά τον εαυτό της από όσο θα έπρεπε (η λέξη «οικογένεια» ακούγεται πάνω από 20 φορές στην ταινία), με αμέτρητα κλισέ, ίντριγκες και ανατροπές τα οποία απλά αποτελούν έναν τρόπο για να προχωρήσει η ταινία από τη μια σκηνή δράσης στην άλλη και στο απαραίτητο cliffhanger.

Ισως αυτό που δίνει ένα είδος «εξιλέωσης» τόσο στην ταινία όσο και την ίδια την τροπή που έχει πάρει το saga τα τελευταία χρόνια, είναι ο Τζέισον Μομόα. Παίζοντας τον ρόλο του κακού Ντάντε, ο οποίος φαίνεται σαν να έχει ξεπηδήσει από κάποια άλλη ταινία (ίσως το «Zoolander» - προσέξτε το χρώμα των ρούχων που φοράει τα οποία ταιριάζουν με το χρώμα των αυτοκινήτων που οδηγεί κάθε φορά), μοιάζει σαν να διασκεδάζει απόλυτα την εμπειρία αυτή, τερματίζοντας το campiness του χαρακτήρα του, χωρίς όμως να τον μετατρέπει σε μια καρικατούρα.

Το «Fast X» δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο στο ήδη υπερφορτωμένο franchise. Και δεν το νοιάζει άλλωστε. Αλλά αν πιστέψουμε τελικά πως το φινάλε από δυο ταινίες θα γίνει τριλογία, τότε ίσως το ντεπόζιτο της όποιας έμπνευσης να ξεμείνει από καύσιμα πολύ γρηγορότερα από όσο κάποιοι περιμέναμε, αφήνοντας πίσω του τελικά μόνο σκόνη.