Ο Μικ Τράβις είναι ένας έφηβος μαθητής ενός αυστηρού βρετανικού σχολείου αρρένων τη δεκαετία του ’60. Αυτός και η παρέα του, είναι τα πιο αντισυμβατικά αγόρια της τάξης, και αυτό τους έχει κάνει στόχο των τελειόφοιτων μαθητών, που συνηθίζουν να τρομοκρατούν τους άλλους μαθητές, κάνοντας τους καψόνια. Ο Μικ, όμως, πνίγεται μέσα στο ανυπόφορο και καταπιεστικό κλίμα του συντηρητικού σχολείου και αποφασίζει πως ήρθε η ώρα να κάνει την επανάσταση του.

Το μοναδικό αρνητικό πράγμα που μπορείς να πεις για το «If....» είναι ότι οι διαστάσεις που απέκτησε μέσα στα χρόνια ως σύμβολο της νεανικής οργής και ως ορόσημο του 1968 που βρήκε το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη στους δρόμους, αφαίρεσαν ένα μεγάλο μέρος από την κινηματογραφική του αξία.

Είναι λογικό. Γυρισμένο λίγους μήνες μετά την εξέγερση των φοιτητών τον Μάιο του 1968 στο Παρίσι και εν μέσω μιας Μ. Βρετανίας σε ολοκληρωτική κρίση αξιών, το «If....» αναπνέει το οξυγόνο της επανάστασης χωρίς αιτία και αυτό είναι φανερό σε κάθε του πλάνο. Οι προφανείς αναφορές που κοσμούν τον τοίχο του κεντρικού ήρωα, Μικ Τράβις, προδίδουν τα «ταραγμένα» μέτωπα της εποχής (ο Τσε Γκεβάρα, ο πόλεμος στο Βιετνάμ) και ο συμβολισμός του εκπαιδευτικού ιδρύματος ως μικρογραφία της καταπιεστικής (βρετανικής) κοινωνίας το κάνουν να μοιάζει σχεδόν ξεπερασμένο, ένα φιλμ του επείγοντος και της επικαιρότητας.

Λάθος. Ο Λίντσεϊ Αντερσον δεν κάνει μια ταινία «για», αλλά «με αφορμή» την χρονιά που θα άλλαζε τον κόσμο, λειτουργώντας μάλλον προφητικά για τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν. Βρίσκοντας τρόπο να εκτονώσει τη συσσωρευμένη οργή χρόνων, ισορροπεί δεξιοτεχνικά στην λεπτή γραμμή που χωρίζει τον ρεαλισμό από τον σουρεαλισμό και με αφετηρία τη «Διαγωγή Μηδέν» του Ζαν Βιγκό παραδίδει το δικό του θεώρημα πάνω στο τέλος του Δυτικού πολιτισμού – που συνεχίζει να τελειώνει δεκαετίες μετά το 1968.

Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή σε ολόκληρη την ταινία που να μην «μυρίζει» από το μπαρούτι που παράγεται μαζί με την τεστοστερόνη στα εφηβικά κορμιά των αγοριών που απαρτίζουν το συντηρητικό βρετανικό σχολείο των τελών της δεκαετίας του '60. Σε ένα αέναο παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα στους καθηγητές και τους μαθητές αλλά και ανάμεσα στους μεγαλύτερους μαθητές και τα «πρωτάκια», η βία (σωματική και ψυχολογική) είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της σχολικής ζωής του «If....». Σαν παγιδευμένα ποντίκια, τα αγόρια που ονειρεύονται την επανάσταση, υπηρετούν σαν άβουλα πιόνια τις παραδόσεις ενός ξεπερασμένου εκπαιδευτικού συστήματος, την ίδια στιγμή που το μόνο που επιθυμούν είναι να κάνουν σεξ, να ακούσουν δυνατά μουσική ροκ και να αποδράσουν από τη φυλακή που τα έχουν εγκλωβίσει.

Υποκινητής και ηγέτης της επανάστασης, ο Μικ Τράβις δεν είναι μόνο ένα παράδειγμα μη συμπαθητικού κινηματογραφικού ήρωα που αναγκάζει, ωστόσο, τον θεατή να ταυτιστεί μαζί του. Στον πρώτο του ρόλο, ο Μάλκολμ ΜακΝτάουελ (που τρία χρόνια αργότερα θα υποδυόταν ακόμη έναν εμβληματικό επανάστάτη, στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ») είναι περισσότερο από όλα ένας αυθεντικός ροκ σταρ. Ωραιοπαθής, αλαζόνας, σαν καταραμένος ποιητής του 18ου αιώνα που αναγκάστηκε βίαια να προσγειωθεί στη σημερινή εποχή. Το κενό βλέμμα του τρομάζει περισσότερο από τις εξάρσεις της οργής του και η απεχθής ηδυπάθεια του για τα πάντα μοιάζει με σύνθημα πολέμου.

Αυτόν τον πόλεμο κινηματογραφει ο Αντερσον σαν ένα εφιάλτη που δεν έχει γραμμική δομή, ούτε ένα μόνο χρώμα (από το βαθύ καφέ στη σέπια και από το ασπρόμαυρο στο χρώμα), που διακόπτεται από εικόνες αλλόκοτες, που τρυπάει την πραγματικότητα για να μεταφερθεί στην ποίηση και από εκεί στο σινεμά του φανταστικού. Ολοκληρώνοντας μια ταινία παράλογη, μια ταινία υποθετική, όπως ο τίτλος της. Ο οποίος συμβολικά διαθέτει τέσσερα αποσιωποιητικά, Λες για να τονίσει ακόμη περισσότερο το βασικό ερώτημα – του τότε, του σήμερα και του πάντα: «τι θα γινόταν αν....».