Για πολλή ώρα μέσα στην ταινία του Ρεζί Ρουανσάρ, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ολιβιέ Μπουρντό (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Θα μου Χαρίσετε αυτό το Χορό;» από τις εκδόσεις Στερέωμα) είσαι σίγουρος ότι κάποιος από τους ήρωες θα ξυπνήσει και θα αποκαλυφθεί πως όλο αυτό που βλέπουμε είναι ένα όνειρο. Ή τουλάχιστον μια ιστορία που κάπου, κάπως, κάποτε κάποιος άκουσε ότι συνέβη, αλλά μέσα στα χρόνια μεταφέρθηκε τόσες φορές από στόμα σε στόμα που κατέληξε να αποτελείται μόνο από ένα παροξυσμικό πάρτι, μια ξέφρενη διάθεση διασκέδασης, ένα τανγκό για δύο που δεν σταματά ποτέ και για κανέναν.
Η Καμίλ και ο Ζορζ χορεύουν. Με φόντο την Κυανή Ακτή, στο σαλόνι τους, μόνοι τους ή μέσα στο πλήθος. Χορεύουν, είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, φιλιούνται, θέλουν να μείνουν για πάντα έτσι. Η μουσική παίζει δυνατά. Χορεύουν κι όταν δεν παίζει μουσική. Και μαζί με το μωρό τους, το παιδί τους, την ίδια ώρα που τρώνε, παίζουν, κάνουν σεξ, μια βόλτα στο δρόμο. Δεν είναι δύο συνηθισμένοι ερωτευμένοι, σίγουρα όχι δύο συνηθισμένοι γονείς, βυθισμένοι χωρίς καμία ενοχή, με απόλυτη συναίσθηση της επιθυμίας τους για μια ζωή που να μοιάζει με γιορτή.
Αυτός που θα τους ξυπνήσει θα είναι η πραγματικότητα που θα εισβάλλει απρόσκλητη στο πάρτι για να το χαλάσει, «πειράζοντας» το μυαλό της Καμίλ και διαταράσσοντας μια ζωή που έτσι κι αλλιώς ισορροπούσε σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στη λογική και το παράλογο. Είναι σε εκείνη τη στιγμή που το «Περιμένοντας τον Μποτζάνγκλς» δυναμώνει το ρυθμό καθώς το λαμπερό περίβλημα μιας ζηλευτής ζωής αποκαλύπτει μια κυριολεκτική τραγωδία.
Πιστός σε ένα σινεμά που παίζει με το φαίνεσθαι και το είναι, αλλά και με την ελαφρότητα ως άτυπο κινηματογραφικό είδος, ο μετριοπαθής συνήθως Ρεζί Ρουνσάρ του «Χτυποκάρδια στο Γραφείο» και των «Μεταφραστών» αποδεικνύεται εδώ, στο πρώτο υπέροχο μέρος της ταινίας, ένας πραγματικός μαέστρος που διευθύνει μια ολόκληρη ορχήστρα για να παραδώσει μια πανέμορφη, ακαταμάχητα γοητευτική, δυναμική αντανάκλαση του πώς μπορεί να μοιάζει η απόλυτη ευτυχία.
Στο πιο δύσκολο δεύτερο μέρος, κι ενώ τα υλικά του παραμένουν τα ίδια, ο Ρουανσάρ κρατάει την μπάντα σε εκρήγορση, αλλά δεν τολμά να δει πραγματικά κάτω από τη χρωματιστή παλέτα της - πριν τον Μάη του ’68 και το «καλοκαίρι της αγάπης» - δεκαετίας του ’60. Η αίσθηση του αν αυτό που βλέπεις είναι πραγματικότητα ή φαντασία γίνεται εντονότερη (και όχι πάντα λειτουργική), το δράμα παραμένει σε… αποστασιοποίηση ή σε κλισέ μελοδραματική απεικόνιση και η αφήγηση παλινδρομεί ανάμεσα στους τρεις κεντρικούς ήρωες, όταν με διαφορά η ταινία βρίσκεται στους ώμους της Βιρζινί Εφιρά.
Ο Ρομέν Ντουρίς, παλιός γνώριμος του Ρουανσάρ από τα χρόνια του «Χτυποκάρδια στο Γραφείο» είναι διαχρονικά ένας «αποτελεσματικός» ηθοποιός που ελίσσεται ανάμεσα στους ρόλους δίνοντας αστείρευτη ενέργεια και γοητεία στους ήρωες του. Το ίδιο κάνει κι εδώ, σε μια δύσκολη αποστολή, αφού δίπλα του, έχει την Βιρζινί Εφιρά σε ακόμη ένα δύσκολο ρόλο που φέρνει εις πέρας με το 200% του ταλέντου και των δυνατοτήτων της. Είναι μέσα από τις μεταπτώσεις της Καμίλ που νιώθουμε τη διάβρωση της ευτυχίας της οικογένειας και η Εφιρά το κάνει με μια τέτοια άνεση που σε κάνει συνεχώς να αναρωτιέσαι για τον τρόπο με τον οποίο την «βλέπεις» ως θεατής.
Χωρίς ζώνη ασφαλείας, αλλά δυστυχώς όχι και με μια ασφαλή «έξοδο κινδύνου» από το παραισθησιογόνο σύμπαν της Καμίλ και του Ζορζ, το «Περιμένοντας τον Μποτζάνγκλς» παραμένει μια γοητευτική άσκηση για το πώς εικονογραφείς πράγματα που στις σελίδες ενός βιβλίου μοιάζουν… λογικά, αλλά όχι και μια ταινία που μπορεί να υποστηρίξει σθεναρά και με άποψη το δικαίωμα στην τρέλα.