Ο Στίβεν, ένας όμορφος, μειλίχιος μαύρος νεαρός, αγαπάει την two-tone μουσική. Είναι η Αγγλία του '80, της Θάτσερ, των βίαιων σκίνχεντς, του ρατσισμού κι ο Στίβεν πιστεύει σ' αυτή τη μουσική που συνδέει τη ρέγκε με την πανκ, το μαύρο με το λευκό. Στο παραθαλάσσιο θέρετρο θα πιάσει δουλειά στο επιβλητικό όσο και παρηκμασμένο Empire, ένα παλιό πολυσινεμά ή amusement center, στο οποίο πλέον λειτουργεί μόνο μια αίθουσα και το μπαρ της εισόδου.
Εκεί θα γνωρίσει τη σαρανταπεντάχρονη Χίλαρι που κι εκείνη μοιάζει να έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες. Ηπιων τόνων και συγκρατημένη, επισκέπτεται τακτικά τον ψυχίατρό της που την κουράρει με λίθιο, είναι επιμελής στην επιστασία του κινηματογράφου, αλλά δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό της ελεύθερο γιατί φοβάται το αποτέλεσμα: δεν έχει δει ποτέ μια ταινία. Ανάμεσα στη Χίλαρι και τον Στίβεν θα ξυπνήσει, απρόσμενα αλλά αληθινά, ένας έρωτας. Μόνο που η «ζωή» δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες παραβάσεις.
Ο Σαμ Μέντες, έχοντας απομακρυνθεί από τις υπερπαραγωγές των Τζέιμς Μποντ και του «1917», επιστρέφει με κάτι πιο οικείο και προσωπικό, πιο κοντά στο «Revolutionary Road», μια ματιά μάλλον στην (αν)ισορροπία μιας σχέσης μέσα στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο όπου έτυχε να γεννηθεί. Οι ερμηνείες των ηθοποιών του είναι αριστοτεχνικές - η Ολίβια Κόλμαν χειρίζεται με εκπληκτική ικανότητα κι αυτοσυγκράτηση έναν εκρηκτικό, οριακά camp ρόλο - και η φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς, υποψήφια για Όσκαρ, χτίζει όλη την ατμόσφαιρα της νοσταλγίας, της όμορφης μελαγχολίας και των χαμένων ηλιαχτίδων που χρωματίζουν τις ζωές των ηρώων.
Μόνο που το σενάριο, γραμμένο κι αυτό από τον Μέντες (για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του, μάλιστα εμπνευσμένο από την προσωπικότητα της μητέρας του), μοιάζει αναποφάσιστο να εμβαθύνει στα βαρβάτα θέματα στα οποία κάνει νύξεις, όπως την ψυχική ασθένεια, το ρατσισμό, την ανθρώπινη μοναξιά, τις ερωτικές σχέσεις έξω από τη νόρμα της εποχής τους, ντύνοντας με μια μελιστάλαχτη μπαναλιτέ την ταινία του, σαν να μην τόλμησε ποτέ να κοιτάξει τους ήρωές του στα μάτια. Ολο αυτό, καμουφλαρισμένο με μια εξίσου τετριμμένη «ερωτική επιστολή στο σινεμά», καταλήγει σ' ένα φιλμ όμορφο (Ρότζερ Ντίκινς είναι αυτός), καλοπαιγμένο αλλά συγκεχυμένο στις προθέσεις του.