Πριν την πρεμιέρα της νέας του ταινίας «42 Δεύτερα» στο 7ο Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθηνών στο τέλος του Μάϊου, μια ακόμα ταινία του Ντάνι ντε λα Ορντέν κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα. Το περσινό «El Test», βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του Τζορντί Βαλέχο, είναι ένα Ισπανικό ψυχολογικό δράμα μεταμφιεσμένο ως κωμωδία.

Η ταινία εκτυλίσσεται σχεδόν αποκλειστικά στην έπαυλη του πλούσιου επιχειρηματία Τόνι, ο οποίος τα έχει με την Μπέρτα, μια καταξιωμένη ψυχολόγο, γκουρού αυτοβοήθειας και τηλεπερσόνα. Η συγκεκριμένη είναι δημοφιλής για ένα τεστ προσωπικότητας που έχει αναπτύξει, που παραθέτει το εξής δίλημμα: αν είχες την επιλογή, θα διάλεγες να πάρεις 100.000 ευρώ επιτόπου στο χέρι ή θα περίμενες 10 χρόνια, αλλά θα έπαιρνες 1 εκατομμύριο ευρώ; Αυτό το δίλημμα θέτει στους καλεσμένους του, τον κολλητό του Χέκτορ και την γυναίκα του Πάουλα, ένα ζευγάρι με πολλές οικονομικές δυσκολίες. Αν και ο Χέκτορ προτιμά την πρώτη επιλογή, καθώς θέλει να στηρίξει το στα πρόθυρα χρεοκοπίας μπαρ του και να ξεπληρώσει κάποια δάνεια, η Πάουλα προτιμά την δεύτερη, καθώς έτσι θα μπορέσει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την κόρη τους. Για την υπόλοιπη μία ώρα και σαράντα λεπτά λοιπόν, ο θεατής βλέπει αυτά τα τέσσερα άτομα να συζητούν πάνω στο δίλημμα και τις προσεγγίσεις τους, ενώ παράλληλα έρχονται στο φως αποκαλύψεις που ίσως βλάψουν ανεπανόρθωτα τις μεταξύ τους σχέσεις.

Οντας βασισμένη σε θεατρικό, η ταινία περιορίζεται σε μικρό αριθμό χώρων -κυρίως στο σπίτι του Τόνι- και βασίζεται σχεδόν εξ ’ολοκλήρου στον διάλογο. Ο διάλογός της είναι ταχύς, στοχευμένος, με αρκετές έξυπνες και αστείες στιγμές, και ίσως το μεγαλύτερο ατού της. Αν και στην αρχή ίσως να χαθεί κάποιος με την ταχύτητα αυτή, σύντομα καταφέρνει να προσαρμοστεί, και δύσκολα αποσπάται από το τι συμβαίνει. Αν και η ταινία χαρακτηρίζεται ως «κωμωδία καταστάσεων», ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα αστεία, με τον περισσότερο διάλογο να παρουσιάζεται σοβαρά και με μια υφέρπουσα μελαγχολία, η οποία εκδηλώνεται πλήρως μόνο στο τέλος.

Ο αδύναμος κρίκος που υποβιβάζει όλη την ταινία είναι η σκηνοθεσία της. Οπως προαναφέρθηκε, η ταινία έχει μια κρυφή μελαγχολία, ωστόσο η σκηνοθεσία μεταφέρει ελάχιστη από αυτή, και όταν το κάνει το κάνει με λάθος τρόπο. Από τη συνεχή παρουσία μουσικής που θυμίζει ελληνική τηλεοπτική κωμωδία του 2000 (με το υπερδραματικό αντίμετρό της στις πιο σοβαρές σκηνές) και στείρα πλάνα χωρίς κάποια ιδιαίτερη φροντίδα στο στήσιμό τους, το τελικό αποτέλεσμα φαντάζει φτηνό και πρόχειρο, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν καλύπτουν οι ερμηνείες και το δυνατό σενάριο. Αν και πετυχαίνει μερικά βασικά σημεία της μεταφοράς ενός θεατρικού στην μεγάλη οθόνη, υπάρχουν άπειρες παρόμοιες ταινίες- όπως το κλασικό «Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;», το οποίο αποτελεί και ξεκάθαρη, σε έναν βαθμό εδώ , έμπνευση - που έχουν πετύχει τα ίδια σημεία καλύτερα, και τα έχουν ξεπεράσει, αφήνοντας τον θεατή να αναρωτιέται γιατί κανείς δεν προσπάθησε και εδώ να κάνει κάτι πέρα του ελάχιστα αναγκαίου.

Το μόνο που είναι σίγουρο θα μείνει στο μυαλό του θεατή είναι σίγουρα η ερώτηση του «Τεστ» και όχι το ίδιο το «Τεστ».