Στο κοντινό μέλλον, μία εξωγήινη φυλή έχει καταλάβει τη Γη και είναι αδύνατον να νικηθεί από οποιαδήποτε ανθρώπινη στρατιωτική δύναμη. Ο Γουίλιαμ Κέιτζ είναι αξιωματικός του στρατού, χωρίς όμως να έχει πολεμήσει, μέχρι τη μέρα που θα συμμετάσχει σε κάτι που μοιάζει με αποστολή αυτοκτονίας. Αφού σκοτώνεται μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Κέιτζ βρίσκει τον εαυτό του σε μια ανεξήγητη δίνη στο χρόνο, που τον αναγκάζει να ζήσει την ίδια βίαιη μάχη, πολεμώντας και πεθαίνοντας ξανά... και ξανά. Αλλά σε κάθε μάχη, ο Κέιτζ είναι ικανός να προσεγγίσει τους εχθρούς του με ιδιαίτερη δεξιότητα, αφού βελτιώνει την απόδοσή του χάρη στις συμβουλές της πολεμίστριας Ειδικών Δυνάμεων, Ρίτα Βρατάσκι. Καθώς ο Κέιτζ και η Ρίτα αναλαμβάνουν να πολεμήσουν τους εξωγήινους, η κάθε επανάληψη τούς φέρνει ένα βήμα πιο μπροστά στην εξέλιξη της μάχης.

Ακόμη κι αν δεχτούμε (για το καλό της κουβέντας) πως τίποτα πρωτότυπο δεν μένει πλέον στο Χόλιγουντ να κάνει και πως όλα, τα έχουμε δει ξανά, υπάρχουν πολλοί τρόποι να δείξεις ακόμη και κάτι αναμφίβολα κάτι γνώριμο. Κι όπως αποδεικνύει εδώ το φιλμ του Λάιμαν, είναι σίγουρα πιο καλύτερα, αντί να ανησυχείς για τις συγκρίσεις, ή για τις αναγωγές που θα κάνουν οι θεατές στο μυαλό τους με κάτι άλλο που ήρθε πρώτο, να τις αγνοήσεις κάνοντας αυτό που πραγματικά θέλεις. Ή κάτι ανάμεσα σε αυτό που αληθινά θέλεις κι αυτό που η επένδυση του κινηματογραφικού στούντιο απαιτεί.

Ετσι ακόμη κι αν η πρώτη σκέψη όλων, πριν ακόμη δουν το φιλμ, είναι η «Μέρα της Μαρμότας» (ή αν θέλετε κάτι πιο κοντά στο είδος του, το «Source Code») και στη συνέχεια βλέποντάς το δεν μπορείς παρά να φέρεις στο μυαλό σου ένα σωρό πράγματα, από την «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν», ή το «Starship Troopers», μέχρι να φτάσει στο τέλος του, το «Στα Ορια του Αύριο», σε έχει φέρει στον δικό του κινηματογραφικό κόσμο.

Γιατί το φιλμ του Νταγκ Λάιμαν, ακόμη κι αν εκ πρώτης όψεως μοιάζει με το κινηματογραφικό αντίστοιχο της στολής μάχης που φορά ο Τομ Κρουζ και οι συν- στρατιώτες του στον πόλεμο εναντίων των εξωγηίνων, ένα τεράστιο μηχανικό «τέρας» που μοιάζει δυσκίνητο και τρομακτικό, αποδεικνύεται στην πορεία πολύ πιο ευέλικτο κι ελαφρύ, και με κάτι ζωντανό και απολαυστικό στην καρδιά του.

Ναι το φιλμ μπορεί να έχει την λογική της αφήγησης ενός video game (προσπάθησε, απέτυχε, προσπάθησε ξανά, απέτυχε καλύτερα) αλλά την επενδύσει με χιούμορ και ένταση, με μια ιδέα από «συναισθηματική βιοποικιλότητα» και με μια αίσθηση αγωνίας και ρυθμού που σπρώχνει την ταινία μπροστά αφήνοντας πίσω τις αμφιβολίες και τις αντιρρήσεις σου.

Ναι πρόκειται για μια καλοκαιρινή pop corn movie, οπότε οι πιο σκοτεινές πλευρές της ιστορίας, το ψυχολογικό φορτίο που μια τέτοια εμπειρία θα σήμαινε για τον οποιονδήποτε, ή μια πιο ουσιαστική ματιά σε ένα τόσο μαζικό κύμα θανάτου, αναγκαστικά μένουν στο περιθώριο της ιστορίας που επικεντρώνεται στη δράση, αλλά το φιλμ δεν είναι κενό από πράγματα να επαινέσεις.

Ξεκινώντας από τον χαρακτήρα του Τομ Κρουζ, που μπορεί να έχει μια μάλλον προβλέψιμη διαδρομή, αλλά τόσο ο ρόλος όσο και η ερμηνεία του, την κάνουν πιστευτή και σαφή. Ή από τη Εμιλυ Μπλαντ που αποτελεί μια απρόβλεπτη μα πετυχημένη action ηρωίδα, και φυσικά το χιούμορ του φιλμ που συχνά δεν χάνει την ευκαιρία να γίνει απολαυστικά μαύρο.

Και κυρίως για το γεγονός ότι προσφέρει ότι υπόσχεται: μια χορταστική δόση διασκέδασης σε ένα φιλμ που λειτουργεί απολαυστικά ως μια «ξέχνα τα πάντα για δυο ώρες» εμπειρία, όσο και σαν μια γοητευτική φιλμική κατασκευή την οποία δεν ξεχνάς αμέσως μόλις βγεις από την αίθουσα, όπως την πλειοψηφία των καλοκαιρινών φιλμ.