Κάτι τραγικό έχει συμβεί. Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς. Απλά, Εκείνη βουτά με απελπισία στο ποτάμι, προσπαθώντας να δώσει τέλος στη ζωή της. Οταν διασώζεται δε θέλει να δει Εκείνον. Καταφεύγει στους γονείς της. Κόβει κοντά τα κόκκινά της μαλλιά. Ντύνεται αλλιώς, βάφει έντονα τα μάτια της, γράφεται σ' ένα μάθημα στο τοπικό κολλέγιο. Εκείνος προσπαθεί να τη βρει, να επικοινωνήσουν. Μέσα από τις μνήμες της σταδιακά ξετυλίγεται το παρελθόν. Η Ελινορ κι ο Κόνορ ήταν κάποτε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Μία τραγωδία όμως τους ωθεί στο χωρισμό. Ο δεσμός σπάει. Θα μπορέσουν να επουλώσουν την πληγή και να είναι ξανά μαζί; Δύο ταινίες. Δύο πρωταγωνιστές. «Η Εξαφάνιση της Eleanor Rigby» διερευνά την υποκειμενικότητα στις σχέσεις, παρακολουθώντας και τις δύο πλευρές στην ιστορία ενός ζευγαριού («Εκείνος» και «Εκείνη»), καθώς προσπαθούν να επανακτήσουν τη ζωή και την αγάπη που είχαν κάποτε. Αυτή εδώ είναι η οπτική «εκείνης».

Αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε: τρεις ταινίες. Στις Κάννες είχαμε δει το «Εκείνοι», την ανάμιξη των δύο ταινιών (3 ώρες στο σύνολό τους) σ' ένα συντομότερο, πιο ευέλικτο εμπορικά cut, όπου τα κενά αφήγησης και οι συναισθηματικές ανισορροπίες έμοιαζαν να πηγάζουν από όσα αφέθηκαν στο πάτωμα του μοντάζ. Βλέποντας το «Εκείνη» όμως συνειδητοποιούμε πώς κάναμε λάθος. Η αμηχανία προέρχεται από την έντονη προσπάθεια ενός πρωτοεμφανιζόμενου να ξεχωρίσει - να μην κάνει την «στερεότυπη» ταινία.

Ο Νεντ Μπένσον επιλέγει να μην βάζει τους ηθοποιούς του να απαγγέλουν κλισέ, αλλά να αποτυπώνει τα μικρά «τίποτα», τις νευρώσεις της ανθρώπινης φύσης. Χτίζει σκηνές που ελπίζει να δημιουργήσουν την «μεγάλη ιστορία». Αυτή με την οποία θα μας συγκινήσει, θα μας ταράξει, θα επικοινωνήσει. Την αντιπαράθεση, το χωρισμό ή την επανένωση του ζευγαριού. Τη σύγκρουση με τους γονείς, την αποκαθήλωση, την επούλωση. Μόνο που όλα αυτά δεν γίνονται ποτέ. Οι στιγμές προσπερνούν σα χαμένες ευκαιρίες. Η επιμονή να μην φανεί κάτι στημένο, αλλά να το πνίξεις στην «ειλικρινή» αμηχανία σε αφήνει με... μία σειρά από αμηχανίες. Κάπου εκεί ο ρυθμός χάνεται, μαζί με το ενδιαφέρον του θεατή.

Επίσης, το ίδιο το καστ δημιουργεί προσδοκίες και υποσχέσεις: με τη συγκλονιστική Τζέσικα Τσαστέιν (είναι ακόμα νωρίς να μιλήσουμε για την επόμενη Κέιτ Μπλάνσετ;) να στηρίζει ομώνυμο ρόλο, τον πάντα εύθραυστα στιβαρό Τζέιμς ΜακΑβόι ως σύντροφό της, την Βαϊόλα Ντέιβς καθηγήτριά της και τους Γουίλιαμ Χαρτ και Ιζαμπέλ Ιπέρ να ερμηνεύουν τους γονείς της, κανείς περιμένει αυτή τη δραμεντί χαρακτήρων να... αναπτύξει χαρακτήρες. Να ζυμώνεται μέσα από διαλόγους ουσίας, σκηνές γραμμένες για να τις σηκώσουν στις πλάτες τους ηθοποιοί αυτής της στόφας, ένα σενάριο που θα επιτρέψει στο τόσο ταλέντο να αναπνεύσει και μία σκηνοθετική ματιά που θα απογειώσει την μεταξύ τους χημεία.

Μόνο που δεν συμβαίνει τίποτα από τα παραπάνω. Ο Γουίλιαμ Χαρτ έχει μισή σκηνή, η Βαϊόλα Ντέιβις μία συρραφή από «indie» (αντι)μεγαλοστομίες, η Ιζαμπέλ Ιπέρ αντιπροσωπεύει τη «γαλλίδα μάνα» απλά καπνίζοντας μανιωδώς και κρατώντας μονίμως στο χέρι της ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Οι Τσαστέιν-ΜακΑβόι είναι πολύ καλοί. Πολύ. Αλλά δεν καταλαβαίνεις ποτέ την ιστορία τους, τον ψυχισμό τους, τα κίνητρα, τις πληγές, τα θέλω τους. Δεν τους νιώθεις... ζευγάρι.

Αναμφίβολα, ο Μπένσον είχε μία τολμηρή ιδέα και τις καλύτερες προθέσεις σε αυτό το πρωτοποριακό σκηνοθετικό ντεμπούτο. Θέλησε να αφηγηθεί πώς δύο άνθρωποι ξεκινούν για το «για πάντα» και η ζωή τούς τσακίζει, με έναν τρόπο πρωτότυπο, αφαιρετικό, άμεσο, τρυφερό, παράδοξο. Σαν μία συρραφή ειλικρινών στιγμών κι όχι γραμμικής κινηματογραφικής αφήγησης. Δυστυχώς όμως καταλήγει με ένα άρρυθμο, μουδιασμένο, ελλειπτικό δράμα που δεν καταφέρνει ποτέ να σε αγγίξει.

Δεν «εξαφανίζεται» μόνο η ηρωίδα, αλλά και η ευκαιρία για κάτι αυτόματα κλασικό - μια ταινία που θα έκανε τις καρδιές μας να ραγίσουν με την υπόνοια της «all those lonely people / where do they all come from?» μοναξιάς που επιφέρει ένας χωρισμός.