Η Σαρλότ και ο Σιμόν γνωρίζονται σε ένα σπίτι φίλων. Αποφασίζουν να βγουν ένα ραντεβού και ξεκινούν μια σχέση. Αρέσουν πολύ ο ένας στον άλλον και μαζί περνούν φανταστικά, σχεδόν σαν δυο παιδιά που γνωρίζουν την ανθρώπινη επαφή από την αρχή, σε μια ξέγνοιαστη, ελεύθερη σχέση που δεν έχει όρια αλλά ούτε και δεσμεύσεις. H Σαρλότ είναι πιο συνειδητοποιημένη, ο Σιμόν πιο ντροπαλός, ταιριάζουν όμως και στο κρεβάτι και στην καθημερινότητά τους και μαζί νιώθουν έτοιμοι να εξερευνήσουν και νέα πεδία σεξουαλικής επαφής με τρίτους. Οπως περιγράφει μια από τις υποψήφιες γνωριμίες του ζευγαριού «μου άρεσε πολύ που γράφατε ότι σας αρέσει και να μιλάτε και να κάνετε έρωτα». Η ίδια, ο τρίτος άνθρωπος, μαθαίνει μόλις τώρα, εμείς το γνωρίζουμε από την αρχή, πως η σχέση της Σαρλότ και του Σιμόν είναι αυτή μιας ελεύθερης μητέρας και ενός παντρεμένου πατέρα.

Αφαιρέστε το «κάνετε έρωτα» από την εξίσωση του ζευγαριού. Το σεξ είναι κάτι που γίνεται off screen και περισσότερο «λέγεται» παρά «γίνεται». Ο Εμανουέλ Μουρέ, στην επιμήκυνση εδώ ενός - όχι και τόσο μοντέρνου για τα στάνταρτ του γαλλικού σινεμά - στιλ ρομαντικής κομεντί που δοκιμάζει ήδη από την αρχή της φιλμογραφίας του (με πιο γνωστή στην Ελλάδα την προηγούμενη ταινία του «Αυτά που Λέμε κι Αυτά που Κάνουμε» του 2021), επιμένει βερμπαλιστικά, ψυχ-αναλυτικά και τελικά εξαντλητικά σε μια ανασκολόπηση της σημασίας της ερωτικής συνεύρεσης με κάποιον, σε συνθήκες «with benefits» ή και χωρίς, σίγουρα πάντως στις παρυφές της παρανομίας, της απιστίας και των ενοχών που ίπτανται πάνω από κάθε τέτοια - απλή στην αρχή, πολύπλοκη πάντα στο φινάλε της - σχέση.

Σε μια πιο περίτεχνη και ρέουσα σκηνοθετική ματιά, που επιτρέπει στον υπερβολικό διάλογο να ακουστεί και με άλλους, πιο κουλ τρόπους από ανακυκλούμενες σκέψεις που λέγονται για να λέγονται, ο Εμανουέλ Μουρέ στοχεύει διάνα στην εύθραυστη αποφασιστικότητα της Σαντρίν Κιμπερλέν και την αφοπλιστική αμηχανία του Βενσάν Μακέιν για να φτιάξει ένα ζευγάρι που σε ενδιαφέρει να παρακολουθείς ακόμη και όταν απλά περιφέρεται στο χώρο. Και τους χαρίζει μια πρώτη ώρα που βρίθει από ρομαντικά ξεσπάσματα και «σοβαρές» συζητήσεις γύρω από τη σημασία του «εμπλέκομαι συναισθηματικά» ή όχι, δίλημμα που θα ήταν ίδιο ακόμη και αν ο Σιμόν δεν ήταν παντρεμένος…

Αποκομμένοι - ηθελημένα - από τις καθημερινότητες της ζωής τους (για την Σαρλότ ο γιος της και τον Σιμόν η γυναίκα και τα παιδιά του), ο Μουρέ απομονώνει το κεντρικό του ζευγάρι, τοποθετώντας το συνειδητά στη συνθήκη ενός παραμυθιού ή μιας φανταστικής ιστορίας που παραμένει τέτοια μόνο αν η πόρτα προς την πραγματικότητα μείνει κλειστή. Τους προδίδει ανεπανόρθωτα όμως, όταν αντί του υπέροχου κλισέ του Παρισιού των πάρκων, των μουσείων και των φωτεινών διαμερισμάτων, ενδίδει στο κλισέ του δεύτερου μέρους, ένα «νεωτερισμό» ξεπερασμένο εδώ και χρόνια που μπερδεύει την έμφυλη θεώρηση ολόκληρης της ταινίας - αν ποτέ υπήρχε κάτι τέτοιο.

Ενδοσκοπικός τόσο ώστε να σκηνοθετεί διαλόγους εκεί όπου πλέον δεν σε ενδιαφέρει ακριβώς τι λέγεται (πόσο μάλλον τι γίνεται), ο Εμανουέλ Μουρέ αντηχεί τον Ερίκ Ρομέρ, χάνοντας στη διαδρομή και τη λιτότητα του μεγάλου δημιουργού και την αντί-καταχρηστική στάση που από θέση οφείλεις να πάρεις απέναντι σε δύο ανθρώπους που το νιώθεις ότι είναι ερωτευμένοι, αλλά η ζωή, το μυαλό τους, οι συμβάσεις και δυστυχώς και μια ταινία τους κρατάει συνεχώς μακριά…