Ο «Τελευταίος Άνθρωπος», όπως είναι η ακριβής μετάφραση του γερμανικού του τίτλου - με πιο ευρηματική ίσως ελληνική μετάφραση το «Γελάει Καλύτερα Οποίος Γελάει Τελευταίος» του αγγλικού τίτλου, «The Last Laugh» - δεν είναι στη βάση της μια ταινία τρόμου.
Αφηγείται την ιστορία ενός πορτιέρη σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, ο οποίος θα χάσει ξαφνικά τη δουλειά του, επειδή είναι μεγάλος σε ηλικία και θα υποβιβαστεί ως υπηρέτης στις τουαλέτες του υπογείου. Μια πτώση που όχι μόνο θα κλονίσει την ύπαρξη του και θα τον αναγκάσει να συνεχίσει να υποκρίνεται πως δεν έχει αλλάξει τίποτα φορώντας καθημερινά τη στολή του και αλλάζοντας ρούχα κρυφά φτάνοντας στο ξενοδοχείο, αλλά που τελικά θα τον φέρει αντιμέτωπο και με την απώλεια της θέσης του ανάμεσα στους ομοίους του, λαϊκούς ανθρώπους που μέχρι εκείνη τη στιγμή τον θεωρούσαν «ανώτερο» τους.
«Τρομακτικό!», θα συμφωνούσαν όλοι, αλλά όχι με τον απαράμιλλο τρόπο που ο Μουρνάου το σκηνοθετεί, όχι φυσικά ως ένα επιφώνημα, ούτε ως ένα στρατευμένο φιλμ για τον πόλεμο των τάξεων, αλλά ως έναν εφιάλτη που μοιάζει να γεννιέται και να πεθαίνει πρωτίστως στο μυαλό του πρωταγωνιστή του, φέρνοντας τον εξπρεσιονισμό στα όριά του, την αίσθηση της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας σε επίπεδα θαρραλέου, πειραματικού σινεμά και το horror εκεί ακριβώς που βρίσκεται η ουσία του: στο τέλος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Γραμμένος από τον Καρλ Μάγιερ (συνσεναριογράφο του «Εργαστηρίου του Δρ. Καλιγκάρι), ο «Τελευταίος των Ανθρώπων» έρχεται ακριβώς πάνω στο μετά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια Βαϊμάρη που αλλάζει δραματικά με αιχμή τις κοινωνικές αλλαγές και την οικονομική κρίση, αρχή ενός τοπίου που θα γεννήσει χρόνια αργότερα το Ναζισμο και θα οδηγήσει νομοτελειακά στο βαθύ σκοτάδι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτό το φόντο, ο ήρωας της ταινίας είναι περισσότερο ένα σύμβολο για μια τάξη που θα δει ακόμη και το μικρό όνειρο που της είχε χαριστεί να σβήνει με τον πιο επώδυνο, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό τρόπο. Η σεναριακή δομή του είναι λιτή, ευθεία, γραμμική, εκεί ακριβώς που ο Μουρνάου βρίσκει την ευκαιρία να είναι αυτή η ταινία ένα από τα πιο τολμηρά κινηματογραφικά πειράματα που έγιναν ποτέ.
Δεν είναι μόνο η πρωτοφανής για την εποχή (αν και ήδη δοκιμασμένη και σε άλλες ταινίες) έλλειψη των μεσότιτλων, πράγμα που δεν διακόπτει τη δράση και δίνει την οδηγία σε όλη την παραγωγή να προσπαθήσει να μετατρέψει το μήνυμα σε εικόνα. Ούτε η κατασκευή μιας ολόκληρης πόλης σε στούντιο, μια ακόμη μικρογραφία ενός δυστοπικού αστικού περιβάλλοντος που μοιάζει σαν να έχει χτιστεί για να ενσωματώσει τον άνθρωπο τόσο πολύ ώστε να τον καταπιεί. Δεν είναι καν η εξπρεσιονιστική, σχεδόν σαν από αρχαία τραγωδία ερμηνεία του τεράστιου Εμίλ Τζένινγκς - που η μετέπειτα σχέση του με το ναζιστικό καθεστώς κάνει αυτήν εδώ την ταινία σαν μια από τις πιο πικρές κινηματογραφικές παρακαταθήκες που γράφτηκαν ποτέ από ηθοποιό - μύθο. Δεν είναι ούτε η ανατροπή του φινάλε που θυμίζει τεχνικές του σύγχρονου σινεμά, εκεί όπου ο Μάγιερ με τον Μουρνάου ανατρέπουν την πραγματικότητα, φαινομενικά για να δώσουν μια αισιόδοξη νότα, αλλά βυθίζοντας νομοτελειακά για πάντα στο σκοτάδι την ιστορία τους.
Ο «Τελευταίος των Ανθρώπων» σοκάρει για όλα τα παραπάνω αλλά κυρίως για δύο πολύ απλά πράγματα.
Πρώτον, για την τεχνική του τόλμη. Το παρασκήνιο της ταινίας είναι πλούσιο με ιστορίες για την κάμερα που ήταν κρεμασμένη στο λαιμό του διευθυντή φωτογραφίας Καρλ Φρόιντ (του «Metropolis», ανάμεσα σε πολλά) ο οποίος ακολουθούσε τη δράση. Αλλά δεν χρειάζεται να ξέρεις καμία ιστορία πίσω από τις κάμερες, όταν μπροστά ο Μουρνάου ήδη από την πρώτη σκηνή κεντράρει στην περιστρεφόμενη πόρτα του ξενοδοχείου για να σηματοδοτήσει τις ψευδείς αντανακλάσεις της πραγματικότητας. Καθώς ο ήρωας του ξεγυμνώνεται από τη στολή που τον κάνει να νιώθει ανώτερος, η κατασκευασμένη πόλη και οι κάτοικοι της μοιάζουν να εξαϋλώνονται μέσα σε ένα οπτικό παραλήρημα που τρέχει σε παράλληλη δράση με την ψυχολογία ενός ηττημένου. Απίθανες γωνίες λήψεις, τρικ της εποχής που εντυπωσιάζουν με την μεταμοντέρνα τους υφή, μια γλαφυρή όσο και η απουσία της ηχητική μπάντα που νιώθεις να την ακούς και το φως, εκτυφλωτικό στην πλάνη και λιγοστό στην συνειδητοποίηση, μια οπτική παραίσθηση που κλείνει μέσα της το απαύγασμα της διαπίστωσης για το σινεμά που ήδη από τις απαρχές του είχε κάνει τα πάντα.
Όπως ακριβώς είχε πει τα πάντα, μιλώντας ήδη από τις απαρχές του με ακρίβεια και διαύγεια για το μέλλον. Και αυτή η ταινία το αποδεικνύει. Η ιστορία αυτού του πορτιέρη δεν είναι παρά η διαχρονική ιστορία όσων διεκδικούν μια θέση στην κοινωνική πυραμίδα και έχουν αποφασίσει να το κάνουν με τη δουλειά τους και με το βλέμμα στραμμένο στον άνθρωπο. Πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά - όπως και να το δεις, το λιτό, διόλου απλοϊκό αφού περίτεχνα ξεγελά για τις διαθέσεις του τόσο σε φόρμα όσο και σε ουσία, προφητικό φιλμ του Μουρνάου επιστρέφει τη συζήτηση στην αρχή της λέγοντας μια σκληρή αλήθεια για έναν κόσμο που χωρίς πρόνοια θα βρεθεί εύκολα στην αγκαλιά του κάθε είδους φασισμού και μια ελπίδα πως ακόμη και καταχρηστικά κάπου κάπως κάποτε υπάρχει κάποιος που θα γελάσει τελευταίος.