Νέα Υόρκη, 1973. Ο 22χρονος Τζέιμς είχε παρατήσει την Καλών Τεχνών για να δουλέψει σε μία διάσημη γκαλερί. Είχε συνειδητοποιήσει ότι αγαπούσε την τέχνη, αλλά ο ίδιος, όχι, δεν ήταν καλλιτέχνης. Οταν ο ιδιοκτήτης της γκαλερί, τον στέλνει να παραδώσει ένα πακέτο στο ξενοδοχείο St. Regis, το επί 20 χρόνια μόνιμο σπίτι του υπερρεαλιστή Ισπανού ζωγράφου Σαλβαδόρ Νταλί και της γυναίκας του Γκαλά, η ζωή του θα αλλάξει για πάντα. Γιατί με το που θα ανοίξει την πόρτα αυτής της σουίτας, θα μπει στην «Daliland», έναν τόπο μαγικό και αρρωστημένο, όπου το ευφυές ταλέντο φλερτάρει με την τρέλα, η αλαζονεία με την ανασφάλεια, η αγάπη με την εκμετάλλευση. Ο Τζέιμς, νέος, όμορφος κι αθώος (το target group της Γκαλά, που ήδη έχει ως toy-boy εραστή τον Τζεφ Φένολντ, μουσικό και πρωταγωνιστή του «Jesus Christ Superstar» μιούζικαλ) γίνεται άμεσα μέρος του entourage και προσλαμβάνεται ως προσωπικός βοηθός του ζωγράφου. Θα είναι εκεί για να του θυμίζει να ζωγραφίζει. Μόνο που ο 70χρονος Νταλί είναι ήδη στη δύση της sex, drugs & rock 'n' roll ζωής και του γάμου του. Ο Τζέιμς θα γίνει μάρτυρας της παρακμής και του τέλους του πάρτι.
Πόσο χαμένη ευκαιρία. Θα πίστευε κανείς ότι με τα εργαλεία που διαθέτει το σινεμά, μία ταινία για τον εμβληματικά εκκεντρικό Νταλί θα είχε την ίδια -αν όχι καθαρόαιμα σουρεαλιστική, τουλάχιστον παιχνιδιάρικη- φλέβα. Εναν τόνο πονηριάς, σπίθας, τόλμης. Μία ειλικρίνεια στο βάθος, το σκοτάδι και το χάος αυτού του ιδιοφυούς μυαλού. Μία πρωτοτυπία - έστω.
Δυστυχώς όμως, το σενάριο του Τζον Γουόλς δεν δίνει τροφή για κάτι τέτοιο. Με το χιλιοειπωμένο αφηγηματικό όχημα του νεαρού προτεζέ, απλώς μάς εισάγει στον κόσμο του Νταλί όπως το δηλώνει (άθελά του) κι ο τίτλος: σαν ένα ride στην Disneyland. Γυαλιστερό, φανταχτερό, επιδερμικό - στα όρια της καρικατούρας.
«Κανείς δεν έχει εφεύρει την λέξη που θα χαρακτήριζε τον Νταλί» ακούγεται σε κάποια στιγμή της ταινίας. Κι αυτό είναι αλήθεια. Οπως και το εύρημα του ότι ο ζωγράφος δεν έκανε ποτέ την ίδια υπογραφή. Μεταμορφωνόταν υγρά, άπιαστα. Φορούσε την περσόνα του ως τατουάζ, μιλούσε στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο. Μπορούσες να τον κοιτάξεις από χίλιες μεριές, να τον ερμηνεύσεις από άλλες τόσες, όπως και την τέχνη του.
Η Μέρι Χάρον (η σκηνοθέτης που είχε τολμήσει ένα αιχμηρό «American Psycho») επιλέγει την πιο προβλέψιμη και τεμπέλικη οπτική. Δεν ρισκάρει, δεν πειραματίζεται και καταλήγει με ένα δράμα φλατ, νερωμένο, βαρετό - κάτι που ο ίδιος ο Νταλί δε θα έβλεπε ποτέ.
Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ προσπαθεί να αποδώσει τον ήρωά του με σεβασμό, αλλά χωρίς ένα στιβαρό σενάριο να τον καθοδηγεί, ακροπατά στο τεντωμένο σχοινί μίας οριακά σατιρικής ερμηνείας.