Από την πρώτη στιγμή η σειρά ταινιών «Κριντ» έδειχνε πως βρισκόταν κάτω από την σκιά της βαριάς κληρονομίας των ταινιών «Rocky» από την οποία και προέρχεται. Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπιζε, από την αρχή σχεδόν, ήταν το πώς θα έβρισκε την ευκαιρία, τιμώντας την προηγούμενη γενιά των ταινιών αυτών, να ενηλικιωθεί παίρνοντας την σκυτάλη και να ξεκινήσει την δική της ιστορία.

Στο τέλος της δεύτερης ταινίας μπορεί ο Ρόκι του Σιλβέστερ Σταλόνε λέει στον Αντόνις Κριντ του Μάικλ Μπ. Τζόρνταν πως «τώρα είναι η στιγμή σου», αλλά είναι εδώ στο «Κριντ ΙΙΙ» που η σειρά μόνη της κάνει τα πρώτα βήματα (αν και σε στιγμές δείχνει να παραπατάει), μακριά από την σκιά του θρύλου που την ακολουθούσε όλο αυτόν τον καιρό, και δείχνει επάξια πως δεν χρειάζεται πλέον το όνομα του «Rocky» για να σταθεί στο ρινγκ του Χόλιγουντ και να αφήσει την δική της κληρονομία.

Ο Αντόνις Κριντ έχει κατακτήσει την κορυφή της πυγμαχίας παγκοσμίως και η οικογενειακή του ζωή πηγαίνει περίφημα. Είναι η στιγμή που εμφανίζεται ο Ντέιμιαν, ένας παιδικός φίλος και κάποτε πολλά υποσχόμενος πυγμάχος, που ανυπομονεί να αποδείξει σε όλους ότι του αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία στο ρινγκ. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο πρώην φίλους είναι κάτι παραπάνω από ένα ματς. Για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν, ο Αντόνις πρέπει να ρισκάρει το μέλλον του και να παλέψει με τον Ντέιμιαν, έναν αδίστακτο πυγμάχο που δεν έχει τίποτα να χάσει.

Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, εδώ στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, μπορεί να μπαίνει πίσω από τις κάμερες με τον αέρα και την αυτοπεποίθηση ενός πρωταθλητή, αλλά αυτό δεν μεταφράζεται απαραίτητα και ως κάτι το πρωτότυπο στην ταινία του. Ο Τζόρνταν καταλαβαίνει απόλυτα τα δυνατά σημεία του franchise, την πετυχημένη, μέχρι στιγμής, φόρμουλα αλλά και το τι πραγματικά κάνει μια τέτοιου είδους ταινία να λειτουργεί και χωρίς να αλλάζει την φόρμουλα (γιατί να το κάνει άλλωστε;) σκηνοθετεί με έναν αρκετά γνώριμο και προβλέψιμο τρόπο.

Υπάρχουν κι εδώ τα γνώριμα πλάνα και τα κλασικά μοντάζ προπόνησης με το ακόμα πιο δυναμικό τους soundtrack, αλλά εκεί τουλάχιστον που ο Τζόρνταν δείχνει πως πατάει γερά στα πόδια του, ακόμα και ως σκηνοθέτης, είναι στις σκηνές πυγμαχίας. Αφήνοντας πίσω τον Ρόκι, αλλά πάντα εμπνευσμένος από αυτόν, ο Τζόρνταν χρησιμοποίει την κάμερα για να δώσει μια διαφορετική δυναμική στις σκηνές αυτές. Χτυπώντας πάνω στην υπερβολή, σε στιγμές, σαν με ένα γερό αριστερό κροσέ, δίνει μια ενέργεια που μάλλον έλειπε από τις προηγούμενες ταινίες, ρίχνοντας και κάποιες πινελιές θρίλερ, χρησιμοποιώντας ανάμεσα και τη γλώσσα των anime, πάνω στην αποτύπωση των αγώνων. Ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί κάτι το επικά συναρρπαστικό, με την αγάπη του για τα anime να ξεχυλίζει ειδικά στην τελική μονομαχία, μια από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας, η οποία μπορεί να μην ανεβάζει τα διακυβεύματα του franchise, αλλά ο Τζόρνταν αποτυπώνει πάνω σε αυτή τα παγιδευμένα συναισθήματα των χαρακτήρων του με έναν οπτικά νοκ άουτ τρόπο, κάνοντας κάθε γροθιά να μετράει (κινηματογραφικά).

Εκεί ο Τζόρνταν μπορεί να βρίσκει τη δύναμή του, αλλά στις πιο δραματικές σκηνές φαίνεται πως δεν έχει την δεξιότητα να αποδώσει τα ίδια συναισθήματα. Είναι και το σενάριο που, χωρίς καμία πρωτοτυπία, προχωρά σε ένα ήδη από την αρχή προγραμματισμένο, αλλά και κάπως βεβιασμένο φινάλε, με τους χαρακτήρες του ακολουθούν απλά την προδιαγεγραμμένη τους πορεία. Ακόμη και οι σεναριακές απολήξεις για τα μαθήματα ζωής και «κατά της βίας» - μέσω κυρίως της κωφής κόρης του Αντόνις, Αμάρα, μένουν ανεκμετάλλευτες.

Αλλά ακόμα και έτσι, ακόμα και αν δείχνει κάπως λιγότερο στιβαρή από τις δυο προηγούμενες ταινίες, παραμένει εξίσου συναρπαστική (εκεί που μετράει τουλάχιστον – στο ρινγκ). Το «Κριντ ΙΙΙ» αποτελεί ένα ενδιαφέρον κλείσιμο στην ιστορία του Ντόνι και δείχνει πως το franchise είναι πλέον έτοιμο να ακολουθήσει την δική του κινηματογραφική πορεία, όποια κι αν είναι αυτή.