Η θρησκεία και ο τρόμος έχουν μια στενή σχέση. Από τις απαρχές του είδους, πολλές ταινίες φλέρταραν με την θρησκευτική διάσταση του είδους, παρουσιάζοντας δαίμονες και ιερείς σε κύριους ρόλους, χαρίζοντάς κλασικά αριστουργήματα του είδους όπως «Ο Εξορκιστής», «Η Προφητεία» και «Οι Δαιμονισμένες», που θεωρούνται μερικές από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών.
Σε αυτή την παράδοση έρχεται να προστεθεί ο «Καθαγιασμός», η νέα ταινία του Κρίστοφερ Σμιθ («Severance», «Triangle»). Η ταινία αυτή ναι μεν πετυχαίνει πολλά από τα κλασικά σημεία του είδους, ωστόσο δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει αρκετά ώστε να θεωρηθεί η ίδια κλασική.
Η ταινία ακολουθεί την Γκρέις (Τζένα Μαλόουν), μια άθεη οφθαλμίατρο, η οποία πληροφορείται για την αυτοκτονία του αδερφού της. Ο αδερφός της ήταν ιερέας σε μια απομονωμένη μονή στην σκοτζέζικη Νήσο του Σκάι, στην οποία φαίνεται οι μοναχές να πιστεύουν σε μια ακραία, εσχατολογική εκδοχή του Καθολικισμού. Καθώς ανακαλύπτει σημάδια στο σώμα του που υποδηλώνουν δολοφονία, και αρχίζει να στοιχειώνεται από παράξενα οράματα, η Γκρέις πηγαίνει η ίδια στην μονή να ερευνήσει, βρίσκοντας αντιμέτωπη με τις αινιγματικές συμπεριφορές των μοναχών.
Η ταινία βασίζεται κυρίως στην ατμόσφαιρα, την οποία και χτίζει άψογα. Η σκοτεινή απεικόνιση των συννεφιασμένων πεδιάδων και των κλειστοφοβικών αιθουσών του μοναστηριού, σε συνδυασμό με τεχνικές απευθείας βγαλμένες από την δεκαετία του ’70 - χρυσή εποχή για τέτοιου είδους ταινίες - και προσεγμένο sound design δημιουργούν το κατάλληλο για ανατριχίλες κλίμα. Το σενάριο είναι επίσης φτιαγμένο για τέτοιου είδους ατμόσφαιρα, αποφεύγοντας τα jumpscares και οδηγώντας τον θεατή με αργό ρυθμό στο σκοτεινό τοπίο της ταινίας, με τις ενίοτε έκρηξεις βίας και το αποπροσανατολιστικό φλασμπακ, να δίνουν έναν παραπάνω αέρα ανησυχίας.
Ωστόσο, η συμβατική, τακτική εκτέλεση αυτής της φόρμουλας, σε συνδυασμό με τα μεγάλα κενά ανάμεσα στις προαναφερθέντες στιγμές, σύντομα βρίσκονται να δοκιμάζουν την υπομονή του θεατή, και μέχρι να συμβεί η επόμενη «μεγάλη» στιγμή ο θεατής ίσως έχει κουραστεί. Σε όλες αυτές τις σκηνές, ακόμα και σε αρκετές από τις «μεγάλες» στιγμές, ο σκηνοθέτης επιλέγει να παρουσιάσει τα γνωστά κλισέ των ατμοσφαιρικών ταινιών τρόμου, χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο με αυτά. Είναι οριακά εκνευριστικό το πόσο καλά φαίνεται να έχει καταλάβει και ξέρει να χειρίζεται την γλώσσα του είδους, χωρίς όμως να κάνει κάτι εκτός από μια ευθεία παρουσίαση τους.
Ωστόσο, οι υπομονετικοί θεατές, θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα τέλος απροσδόκητα δυνατό και ενδιαφέρον. Παίζοντας με το κλασικό στερεότυπο του δαίμονα που στοιχειώνει τις καλόγριες, καθώς και ανοίγοντας συζήτηση για την δαιμονοποίηση ιθαγενών, αρχαίων θρησκειών από τον Χριστιανισμό, η τελευταία πράξη της ταινίας αφήνει κυριολεκτικά τους θεατές με ανοιχτό το στόμα. Αν και προοικονομείται από αρκετά νωρίς στην ταινία, ο τρόπος με τον οποίο εκτελείται είναι πραγματικά μοναδικός και άξιος συζήτησης. Ναι μεν θα αφήσει πολλούς να ξύνουν το κεφάλι τους, όμως η σκέψη που σηκώνει, αποτελεί ίσως το τέλειο τέλος για να συζητήσεις με την παρέα σου μετά την προβολή της ταινίας.
Αν και το τέλος ίσως επαρκεί για όλη την εμπειρία, ο δρόμος μέχρι εκεί είναι δύσβατος. Αν και η υπόλοιπη ταινία είναι τεχνικά αντικειμενικά καλοφτιαγμένη, και οι ηθοποιοί παίζουν ικανοποιητικά καλά, ο πεζός τρόπος παρουσίασης και τα προβλήματα στην διαχείριση του μικρού χρόνου της - μόλις μιάμιση ώρα - σίγουρα θα ξενίσουν πολλούς. Ωστόσο, εάν οι θεατές καταφέρουν να ανταπεξέλθουν, τότε θα αμειφθούν με ένα από τα δυνατότερα τέλη αυτού του καλοκαιριού.