Περίπου στα μισά του «Κύριου Αρκάντιν», ο Γκρέγκορι Αρκάντιν αφηγείται στην «αυλή» του το μύθο για το σκορπιό που ζήτησε από ένα βάτραχο να τον κουβαλήσει προκειμένου να διασχίσει μια λίμνη. Ο βάτραχος αρνήθηκε, γιατί ήταν σίγουρος πως ο σκορπιός θα τον τσιμπήσει. Ο σκορπιός όμως τον διαβεβαίωσε πως δεν θα το κάνει, αφού αν τον σκοτώσει θα πνιγεί και ο ίδιος. Ετσι ο βάτραχος συμφωνεί και ξεκινούν να διασχίζουν η λίμνη. Στα μισά της διαδρομής, ο σκορπιός τσιμπάει θανάσιμα τον βάτραχο. Καθώς πνίγονται και οι δύο, ο βάτραχος ρωτάει τον σκορπιό γιατί το έκανε αφού αυτό σήμαινε πως θα πεθάνει και ο ίδιος. Ο σκορπιός απάντησε «Είναι στο χαρακτήρα μου».*

Τι είναι όμως ο «χαρακτήρας» από τον οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε; Από τι αποτελείται και σε τι (αν) αποσυντίθεται; Και τι είναι αυτό που τον κάνει να αποκαλυφθεί στους άλλους - και το κυριότερο - στον ίδιο μας τον εαυτό; Τι είναι τελικά αυτό που μας (καθ)ορίζει και πόσο μπορούμε να το κρατήσουμε μυστικό από τους άλλους;

Σε μια ακόμη ταινία - έρευνα γύρω από το «μύθο» της ανθρώπινης φύσης (ξεκινώντας από τον «Πολίτη Κέιν» και διασχίζοντας σχεδόν όλη τη μέχρι τότε φιλμογραφία του μέχρι και την «Κυρία από τη Σαγκάη» και τον «Οθέλλο» αλλά και μετέπειτα με τη «Δίκη» και το «Chimes at Midnight»), ο Ορσον Γουέλς επιχείρησε με τον «Κύριο Αρκάντιν» μια επιστροφή στο κατακερματισμένο σύμπαν του «Πολίτη Κέιν», με ευρηματική χρήση της ακύρωσης της γραμμικότητας στην αφήγηση, ένα διαρκές παιχνίδι με το χρόνο, μια, τελικά, παραλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα της αναζήτησης της αλήθειας γύρω από έναν bigger than life ήρωα.

Στην πραγματικότητα, η ταινία που είναι πιο συγγενική στον «Κύριο Αρκάντιν» είναι ο «Τρίτος Ανθρωπος» του Κάρολ Ριντ, με τον Ορσον Γουέλς σε έναν από τους σπουδαιότερους ρόλους της καριέρας του. Η βασική πηγή για το σενάριο της ταινίας ήταν μια σειρά επεισοδίων για το ραδιόφωνο με τίτλο «The Lives of Harry Lime» που κατέληξαν να είναι η βάση για τον «Τρίτο Ανθρωπο». Ο Ορσον Γουέλς βασίστηκε από τη μία σε ένα επεισόδιο από αυτή τη σειρά με τίτλο «The Case of the Number Thirty-One» (στο οποίο συναντάμε έναν περίεργο άντρα, το σπίτι στην Γαλλική Ριβιέρα, το κάστρο στην Ισπανία που βλέπουμε και στην ταινία), και από την άλλη σε έναν αληθινό έμπορο όπλων, τον Μπάζιλ Ζαχάροφ.

Η «εμπιστευτική αναφορά» (η ταινία είναι εξίσου γνωστή και με το βρετανικό της τίτλο, «Confidential Report») αφορά εδώ έναν εκατομμυριούχο επενδυτή, τον Γκρέγκορι Αρκάντιν, ο οποίος θα μισθώσει έναν νεαρό Αμερικάνο τυχοδιώκτη, τον Γκάι Βαν Στράτεν για να αναζητήσει το παρελθόν του πριν το 1927, που ο ίδιος ο ισχυρός άνδρας προφασίζεται ότι δεν θυμάται. Στην πραγματικότητα θέλει να το κρύψει από την κόρη του, Ράινα, την οποία πολιορκεί ο νεαρός Αμερικάνος. Για να τα καταφέρει, ο Βαν Στράτεν θα επισκεφθεί ανθρώπους - κλειδιά σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική: έναν ράφτη στη Ζυρίχη, έναν εκπαιδευτή ψύλλων στην Κοπεγχάγη, έναν παλαιοπώλη στο Αμστερνταμ, μια Πολωνή βαρώνη στο Παρίσι, μια πρώην έμπορο λευκής σάρκας στο Μεξικό.

Αν και ποτέ δεν θα μάθουμε ποια ήταν η τελική πρόθεση του Ορσον Γουέλς, αφού, όπως συνέβη σχεδόν με όλες τις ταινίες του - με ίσως μοναδική εξαίρεση τον «Πολίτη Κέιν», ο ίδιος δεν υπέγραψε το director’s cut και η ταινία μπήκε με το ζόρι σε χρονολογική σειρά, ο «Κύριος Αρκάντιν», το βλέπεις, ότι είναι φτιαγμένος από τα κομμάτια ενός παζλ που αναζητούν το ταίρι τους προκειμένου να δημιουργήσουν τη μεγάλη εικόνα ενός άντρα, μιας ηπείρου, σχεδόν ολόκληρου του κόσμου. Εννιά εκδοχές της ταινίας λέγεται ότι έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα και είμαστε σίγουροι που κάπου, κάπως, κάποτε όλες οι ταινίες του Γουέλς θα μπορούσαν να ήταν και κάπως αλλιώς, με σκηνές και ήρωες σε διαφορετική αλληλουχία, με cuts και σεκάνς αντεστραμμένα, πάντα όμως με την ίδια αυτή αλαζονικά (πώς αλλιώς;) πεποίθηση πως δεν υπάρχουν κινηματογραφικοί κανόνες, παρά μόνο ένα βλέμμα που ενώνει τα πάντα.

Ανάμεσα στην μεταμοντέρνα νουάρ αισθητική (που ο Γουέλς αποθεώνει και σατιρίζει την ίδια ακριβώς στιγμή), τη γοτθική εικονογραφία (με αποκορύφωμα το «αποκαλυπτικό» μασκέ πάρτι με μάσκες εμπνευσμένες από τους πίνακες του Γκόγια), την «εξπρεσιονιστική» θέση της κάμερας (που κοιτάζει τον κόσμο πάντα από κάτω προς τα πάνω) και το νευρικό μοντάζ (που προσομοιάζει σε μπομπίνες που κόβονται απότομα για να περάσουν στην επόμενη… ταινία), ο «Κύριος Αρκάντιν» είναι σχεδόν μια πειραματική ταινία. Μοντέρνα τότε όσο και τώρα, φτιάχνει σχεδόν από το μηδέν «ιστορίες» και κινηματογραφικές τεχνικές (που δεν υπάρχουν), όχι άδικα αγαπημένη των πρωτοπόρων της nouvelle vague, αφού μέσα της βρίσκονται ήδη τα ψήγματα της αυθαιρεσίας προς ένα σινεμά ελεύθερο, θρασύ, επαναστατικό.

Περισσότερο όμως από την ιστορία του ή και την τεχνική του flash-back / flash-forward σε συνεχή εναλλαγή, περισσότερο ίσως και από τη θεματική της αφήγησης που είναι κυρίαρχη σε όλη την ταινία καθώς όλοι οι ήρωες αφηγούνται (πραγματικές ή φανταστικές) ιστορίες από το παρελθόν τους, περισσότερο ακόμη κι από τις συναρπαστικές εμφανίσεις ηθοποιών - όπως ο απολαυστικός Μάικλ Ρεντγκρέιβ στο ρόλο του παλαιοπώλη, ο στοιχειωτικός Ακίμ Ταμίροφ στο ρόλο του ετοιμοθάνατου Τζέικομπ Ζουκ και η σαρωτική, εως και σπαρακτική, Κατίνα Παξινού στο ρόλο της «θρυλικής» για τη ζωή του Αρκάντιν, Σόφι, ο «Κύριος Αρκάντιν» κατακερματίζει και ενώνει ξανά την ίδια την Ιστορία - της Ευρώπης και σχεδόν του κόσμου όλου.

Μέσα από τις διαδρομές του Βαν Στράτεν στα μέρη που βρίσκονται σήμερα αυτοί που γνωρίζουν το παρελθόν του Αρκάντιν, ο θεατής νιώθει να βυθίζεται στα σπλάχνα της μεταπολεμικής Ευρώπης, σε έναν μισοερειπωμένο και μασκαρεμένο πρόχειρα για να θυμίζει παραμύθι κόσμο όπου επιβιώνουν όσοι είδαν τον πόλεμο να διαβρώνει για πάντα πόλεις, περιουσίες, ανθρώπινες ψυχές. Τυχοδιώκτες, μικροαπατεώνες, προικοθήρες, ξεπεσμένοι αριστοκράτες και γυναίκες που έχασαν για πάντα τους άντρες που αγάπησαν, άνθρωποι στα όρια της ζωής και του θανάτου που δεν περιμένουν πια τίποτα, που δεν ζητούν εκδίκηση ή τιμωρία για όσους τους πλήγωσαν, καταδικάζοντάς τους σε μια αιώνια θλιβερή μοναξιά.

«Βασιλιάς» τους, ο πιο μόνος, ο πιο «τραυματισμένος», ο πιο θύτης και θύμα μαζί, ένας ήρωας που όσα κομμάτια και να ενώσεις δεν θα μπορέσεις να «ανακαλύψεις» ποτέ, ο Αρκάντιν - έτσι όπως τον υποδύεται, σαιξπηρικά κι όμως με την ελαφρότητα του άρχοντα ενός παιδικού παραμυθιού ο Ορσον Γουέλς - είναι το σύμβολο ενός νέου κόσμου που δεν θα μπορέσει ποτέ να βρει την ταυτότητά του και να κοιτάξει προς το μέλλον, αν συνεχίσει να αρνείται, να κρύβει και κυρίως να εξαγοράζει το παρελθόν του.

Ενός κόσμου που συνεχίζει σαν τον βάτραχο να εμπιστεύεται τους σκορπιούς, ενώ γνωρίζει από πριν και πολύ καλά πώς ακριβώς τελειώνει η ιστορία.