Το λεγόμενο «Black List» έχει βγάλει πολλές επιτυχίες στα 18 χρόνια της ύπαρξής του. Για όσους δεν το γνωρίζουν, το «Black List» είναι μια ετήσια έρευνα όπου άνθρωποι του Χόλυγουντ βαθμολογούν τα πιο λατρεμένα τους μη υλοποιημένα σενάρια που έχουν κατατεθεί. Από το «Black List» βγήκαν κλασσικές ταινίες όπως το «Juno», το «There Will Be Blood» και το «Zodiac». Από εκεί βγήκε και το «Cobweb», το οποίο δυστυχώς δεν έχει καμία σχέση με αυτά. Ακροβατώντας ανάμεσα στο οικόσιτο θρίλερ και τον υπερφυσικό τρόμο, το ντεμπούτο του Σάμιουελ Μποντίν δυστυχώς χάνει λόγω της ελλιπούς ισορροπίας μεταξύ των δύο ειδών, της κλισέ σκηνοθεσίας του και μιας άκρως προβλέψιμης κατεύθυνσης.
Η ιστορία ακολουθεί τον Πίτερ (Γούντι Νόρμαν), ένα υπερπροστατευμένο, μοναχικό παιδί. Μια εβδομάδα πριν το Halloween, ανακαλύπτει μια ύπαρξη πίσω από τους τοίχους του, μέσω της οποίας διαφαίνεται ότι οι γονείς του (Λίζι Κάπλαν, Αντονι Σταρ) ίσως δεν είναι όσο καλοί όσο νόμιζε. Οι ηθοποιοί που παίζουν τους γονείς του παίζουν τόσο ώστε να τους αναγνωρίζεις με κλειστά μάτια, με τον Άντονι Σταρ ειδικά να παίζει έναν αρκετά τρομακτικό πατέρα. Ωστόσο, παίζει τον ίδιο χαρακτήρα όπως και στο «The Boys» - οι δημιουργοί του οποίου, Σεθ Ρόγκεν και Εβαν Γκολντμπεργκ, είναι και παραγωγοί της ταινίας. Οταν αφήνονται να παίξουν ως ανισόρροπους, υπερπροστατευτικούς γονείς, βγάζουν έναν πραγματικό τρόμο και δημιουργούν μια αρκετά έντονη και αληθινή ατμόσφαιρα οικόσιτου θρίλερ.
Ωστόσο, η ατμόσφαιρα υποβιβάζεται αρκετές φορές από την σκηνοθεσία, συν την αμηχανία που προσθέτει το υπερφυσικό στοιχείο. Αν και στην ιστορία το υπερφυσικό στοιχείο δένει άμεσα με την οικογενειακή κατάσταση του Πίτερ, η εκτέλεση είναι τελείως αποσυνδεδεμένη. Αντί να συνδυάσει τα δύο είδη, η ταινία απλά αλλάζει διαθέσεις μεταξύ των ειδών από σκηνή σε σκηνή, με έναν πολύ αδέξιο τρόπο. Από την μια σκηνή που ο Πίτερ μιλάει με την παρουσία, η επόμενη αμέσως θα πάει στους μπελάδες που έχει στο σπίτι και πάλι πίσω, αγνοώντας το περιεχόμενο της προηγούμενης. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά επαναλαμβανόμενο και υπερβολικά δραματικά σκηνοθετημένο, το οποίο δουλεύει καλύτερα στο υπερφυσικό παρά το οικόσιτο κομμάτι, και ακόμα και εκεί δεν είναι και το καλύτερο ζευγάρι. Ως αποτέλεσμα, έχουμε 88 λεπτά κυκλικών σκηνών, κατά τις οποίες ο θεατής νιώθει πως διαρκούν τουλάχιστον 2 ώρες περισσότερο.
Το τέλος δεν καλύπτει το κενό, δυστυχώς. Αν και το οικόσιτο κομμάτι έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς υπάρχει μια ξεκάθαρη κλιμάκωση, η ταινία γρήγορα το ξεφορτώνεται καθώς μπαίνει στην τρίτη πράξη. Επειτα υπάρχει μόνο το υπερφυσικό κομμάτι, το οποίο αρχίζει σχετικά δυναμικά, παίζοντας με την υπόνοια και πρακτικά εφέ με ελάχιστο CGI και μην δείχνοντας πολύ το «τέρας». Κλισέ ναι, αλλά αποτελεσματικά κλισέ δε. Ωστόσο, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να το δείξει, και όταν το δείχνει είναι κάτι που μπορεί να περιγραφτεί μόνο ως παρωδία τέρατος ταινίας τρόμου. Χωρίς πολλά spoiler, είναι μια μάζα CGI με ένα πρόσωπο που είναι περισσότερο κωμικό παρά τρομακτικό, χωρίς καμία αίσθηση βαρύτητας. Ακόμα και στις σκοτεινές σκηνές που εμφανίζεται, δεν καλύπτεται η πρόχειρη δουλειά των εφέ. Και σαν να μην φτάνει αυτό, το ξεφορτώνονται τόσο γρήγορα όσο το εισάγουν, και η ταινία κλείνει απλά με μια αδύναμη απόπειρα για σίκουελ.