Η νέα δυστοπία του Αλεξ Γκάρλαντ, έμπειρου συγγραφέα και σεναριογράφου ιστοριών φαντασίας («Η Παραλία», «28 Μέρες Μετά») και μετέπειτα ικανού σκηνοθέτη («Από Μηχανής», «Αφανισμός»), ξεκινάει από μια παραδοχή: οι ΗΠΑ μαστίζονται από εμφύλιο πόλεμο. Ούτε πώς και γιατί ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος μαθαίνουμε, ούτε ποια πλευρά είναι Δημοκράτες και ποια Ρεπουμπλικάνοι (αν και, από τα συμφραζόμενα, και τις φρέσκες ακόμη εικόνες από την κατάληψη του Καπιτωλίου στον Γενάρη του 2021, συμπεραίνουμε πως ο Πρόεδρος είναι φιγούρα τραμπική). Ξέρουμε μόνο πως υπάρχει μια δυτική συμμαχία (Καλιφόρνια-Τέξας) κι άλλη μια νότια (Φλόριντα), αμφότερες εξεγερμένες κατά του κυβερνητικού καθεστώτος που μοιάζει να πνέει τα λοίσθια, παρότι δηλώνει θριαμβευτής δια στόματος του Προέδρου.
«Ηρωες» είναι τέσσερις δημοσιογράφοι. Μια σκληρή όσο και κουρασμένη φωτορεπόρτερ που παίρνει την απόφαση να διασχίσει τον γεμάτο κινδύνους δρόμο από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον ελπίζοντας σε μια συνέντευξη με τον ταμπουρωμένο στον Λευκό Οίκο Πρόεδρο, ο γραφιάς πλην πάντα έτοιμος για δράση συνεργάτης της, ένας βετεράνος συνάδελφός τους από τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, και μια νεαρή εκκολαπτόμενη φωτογράφος που τούς φορτώνεται παρά τις αντιρρήσεις της πρώτης. Ξεκινούν με ένα αμάξι, αρχίζει και η αιματηρή διαδρομήστην Αμερική της τυφλής βίας και του σπαραγμού.
Οπου σε κάθε φαινομενικά ακίνδυνο βενζινάδικο που σταματάς παίζεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα, όπου ο ήλιος λάμπει και τα πουλιά τιτιβίζουν πάνω από μαζικούς τάφους, όπου αιμοδιψείς εθνικιστές εκτελούν εν ψυχρώ τον όποιον ξένο πίσω από τα κατάφυτα δάση, όπου γιορτινά σκηνικά έχουν μετατραπεί σε πεδία συμπλοκών, όπου κωμοπόλεις ατάραχες και δήθεν ειδυλλιακές φρουρούνται από ελεύθερους σκοπευτές.
Επιτυχία του Γκάρλαντ, μαζί και των συνεργατών του τεχνικών, είναι η εκφραστικότητα όλων των παραπάνω κοντράστων. Σταθερά μεσαία πλάνα διαδέχονται ασταθή, τύπου δημοσιογραφικής κάλυψης, μακρινά, εικόνες αφανισμού συνυπάρχουν με το αδιάφορο προς κάθε κατεύθυνση φυσικό τοπίο, απόλυτες σιωπές προηγούνται ή ακολουθούν εκκωφαντικές σκηνές βίας, ενώ η ηλεκτρονική μουσική - συχνά ως ένας κλιμακούμενος βόμβος - υπογραμμίζει τη φρίκη πάντα ετεροχρονισμένα και ουδέποτε όσο αυτή κρατά. Στόχος, φυσικά, είναι η κατάδειξη τηςπλήρους αναισθητοποίησής μας απέναντι στον όλεθρο με τον οποίο έχουμε εξοικειωθεί μονάχα από απόσταση, αγνοώντας, λόγω της νάρκωσης ακριβώς, πως μπορεί να καραδοκεί ήδη έξω από την πόρτα μας.
Τί προηγείται, όμως, τούτης της πολεμικής συνθήκης, της παραδοχής που λέγαμε; Ποιο είναι το data που οδηγεί στο συμπέρασμα, ποιο το αίτιο που κρύβει το αιτιατό; Δεν υπάρχει εδώ καμία αποδεικτική διαδικασία. Για τι πράγμα μιλάει τελικά αυτή η ταινία; Για την ανθρώπινη αποκτήνωση εν καιρώ πολέμου; Τα έχουν πει προ πολλού άλλοι, σαν τον Κιούμπρικ ή τον Κόπολα, καλύτερα. Για την αυταπάρνηση των ρεπόρτερ που μας μεταφέρουν την αλήθεια από εμπόλεμες ζώνες πάση θυσία; Επίσης (βλέπε «Αποστολή στη Νικαράγουα», μεταξύ πολλών άλλων). Για το αναπόφευκτο της πορείας της ανθρωπότητας κατά διαόλου; Και γι’ αυτό μας έχει προειδοποιήσει ουσιωδώς το σινεμά κατά καιρούς (θυμήσου την «Επόμενη μέρα» του 1983). Σύμφωνοι, το εγχείρημα του Γκάρλαντ και ένταση έχει και έξυπνους χειρισμούς και συντονιστική επάρκεια, αλλά μονάχα όσο ένα βιντεογκέιμ με πίστες κλιμακούμενης δυσκολίας. Κατά τα άλλα είναι απολίτικο μέχρις εκνευρισμού.