Παρατηρώντας την συγγραφική και, στη συνέχεια, σεναριακή δουλειά του Αλεξ Γκάρλαντ, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ένα μοτίβο. Από την λογοτεχνική «Παραλία» και τα σενάρια των «28 μέρες μετά» και «Sunshine» μέχρι την διασκευή του «Never Let Me Go» και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο «Από Μηχανής», o Γκάρλαντ πάντα αρέσκονταν να συστήνει φαινομενικά ιδανικές κοινωνίες για να τις προκαλέσει και να τις αποδομήσει σταδιακά μέχρι να αποκαλύψει τις πραγματικές δομικές αρχές τους.
Αντίστοιχα και στον «Αφανισμό», ο Γκάρλαντ εμπνέεται από το πρώτο ομώνυμο βιβλίο της «Τριλογίας της Νότιας Ζώνης» του Τζεφ Βάντερμιρ για να δημιουργήσει και πάλι μια αφήγηση που αναρωτιέται τι απομένει όταν χάνεται η ταυτότητα, που αναζητά τι είναι αυτό που ορίζει τον άνθρωπο πέρα από το DNA του και που ντύνει με τον μανδύα της επιστημονικής φαντασίας μια καθαρά υπαρξιακή ιστορία, που κοιτάζει περισσότερο προς τις θεματικές του Αντρέι Ταρκόφσκι παρά προς τον τρόμο του Χ. Φ. Λάβκραφτ, ο οποίος αποτελεί την κυριότερη αναφορά του Βάντερμιρ.
Ο «Αφανισμός» του Γκάρλαντ εξάλλου δεν αποτελεί μια τυφλή μεταφορά του βιβλίου παρά ουσιαστικά μια αυτόνομη δημιουργία όπου οι ιδέες του Βάντερμιρ προκαλούν την αισθητική και τους προβληματισμούς του Γκάρλαντ, προσθέτοντας τελικά ένα ακόμη κεφάλαιο στην καλλιτεχνική αναζήτηση του δημιουργού για τα κύτταρα του πολιτισμού. Για αυτό και ο Γκάρλαντ δεν ασχολείται τόσο με το «τέρας» όσο με τον ίδιο τον άνθρωπο. Για αυτό και οι ηρωίδες του (πέντε και όχι τέσσερις) δεν είναι ανώνυμες όπως στο βιβλίο αλλά έχει η κάθε μια τους όχι απλά όνομα αλλά και παρελθόν.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της «Περιοχής Χ», μια κουρτίνα φωτός καλύπτει σταδιακά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι Γης, προκαλώντας στο εσωτερικό της περιοχής μυστηριώδεις αλλαγές. Οι διαδοχικές αποστολές που εισήλθαν στο λεγόμενο «Λαμπύρισμα» δεν κατάφεραν να επιστρέψουν με στοιχεία, για την ακρίβεια δεν κατάφεραν καν να επιστρέψουν. Οταν όμως ένα μέλος από την πιο πρόσφατη αποστολή (Οσκαρ Αϊζακ) εμφανίζεται ξαφνικά σπίτι του χωρίς να θυμάται πως, η Περιοχή Χ ξεκινά την προετοιμασία για μια νέα ομάδα, όχι από στρατιωτικούς αυτή τη φορά αλλά επιστήμονες. Και μάλιστα αποκλειστικά γυναίκες.
Η μία (Νάταλι Πόρτμαν) είναι η σύζυγος του μοναδικού επιζήσαντα των αποστολών μέχρι τώρα. Μία ακόμη (Τζένιφερ Τζέισον Λι) είναι η διευθύντρια της Περιοχής Χ. Μία φυσικός (Τέσα Τόμπσον), μία χωρομέτρης και μία τραυματιοφορέας (Τζίνα Ροντρίγκεζ) συμπληρώνουν την ομάδα. Ολες τους έχουν κάποιο προσωπικό λόγο για τον οποίο δέχτηκαν να συμμετέχουν στην αποστολή. Είναι όμως μια αποστολή αυτοκτονίας ή, απλά, μια αποστολή αυτοκαταστροφής;
O «Αφανισμός» ανήκει σε εκείνο το σινεμά που θέλει να προκαλεί την σκέψη με τις μεταφορές του, που θέλει να τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο της φαντασίας, που θέλει να καλύπτει πίσω από τα εφέ του το ανθρώπινο υπαρξιακό δράμα.
Γιατί ο Γκάρλαντ χρησιμοποιεί την είσοδό αυτής της νέας ομάδας στο «Λαμπύρισμα» για να δημιουργήσει από την αρχή έναν νέο κόσμο, έναν κόσμο που μοιάζει συνηθισμένος αλλά φροντίζει να υπενθυμίζει με κάθε αφορμή – τόσο στις ηρωίδες όσο και στον θεατή – πόσο θανάσιμος και ξεχωριστός είναι. Μόνο που σε αντίθεση με το βιβλίο, ο Γκάρλαντ δεν ενδιαφέρεται για το ίδιο το κακό και την πηγή του τρόμου αλλά για κάθε ατομική μεταβολή, για κάθε αλλοίωση ενός εαυτού, για κάθε ιδιωτικό ουσιαστικά «αφανισμό». Η ελλειπτική του αφήγηση δεν προσφέρει εξηγήσεις ή εμπεριστατωμένες λεπτομέρειες για αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ομως μετατρέπει κάθε στοιχείο της διαδρομής σε μια αναπόφευκτη σύγκρουση με τους εσωτερικούς φόβους, την έννοια της καταστροφής και τελικά τα σκοτεινότερα στοιχεία της ανθρωπότητας.
Είναι αυτή η πολυεπίπεδη προσέγγιση που αποδεικνύεται ισχύς και αδυναμία του Γκάρλαντ, καθώς όσο προκαλεί την σκέψη άλλο τόσο δεν επαρκεί για να καλύψει τις συζητήσεις που προκαλεί. Η διαδρομή στο «Λαμπύρισμα» είναι υπαινικτική και περιπετειώδης όμως στο τέλος η ερμηνεία των γεγονότων παραμένει εξίσου προσωπική, κατά κάποιον τρόπο σε πλήρη αντιστοιχία με την ατομική πορεία του ήρωα. Ο Γκάρλαντ δε δίνει απαντήσεις αλλά προτιμά να εγκλωβίσει στα μάτια των ηρώων του τις δικές τους πιθανές αποφάσεις, προσφέροντας ενδείξεις και αποζητώντας ερμηνείες.
Ισως αυτός να είναι και ο λόγος που η ταινία κατέληξε στο Netflix, προσπερνώντας την προφανή κινηματογραφική οδό. Σε αντίθεση με άλλες ταινίες (όπως το «Παράδοξο του Cloverfield», που κατέληξαν στο Netflix επειδή απλά ήταν ένα παραφορτωμένο σύνολο μέτριων στοιχείων, ο «Αφανισμός» απλά προκύπτει υπερβολικά προσωπικός, εντυπωσιακά αταξινόμητος ανάμεσα στον ψυχολογικό (και ενίοτε σωματικό τρόμο) και την ανθρωπολογική επιστημονική φαντασία και, τελικά, επικίνδυνα ριψοκίνδυνος, ειδικά για το κοινό που επιθυμεί από τον κινηματογράφο να τακτοποιεί βολικά τους φόβους του.
Θα μπορούσε να πάρει ακόμα περισσότερα ρίσκα, όπως θα μπορούσε να εξερευνήσει ακόμα περισσότερα τις σκοτεινές γωνίες του κόσμου του (και μερικούς από τους υποτιμημένους – στη σύγκριση με άλλους – χαρακτήρες του). Σε κάθε περίπτωση όμως, ο «Αφανισμός» ανήκει σε εκείνο το σινεμά που θέλει να προκαλεί την σκέψη με τις μεταφορές του, που θέλει να τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο της φαντασίας, που θέλει να καλύπτει πίσω από τα εφέ του το ανθρώπινο υπαρξιακό δράμα. Κάθε καλή ταινία επιστημονικής φαντασίας άλλωστε δεν αφορά στην ουσία της το άγνωστο αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο. Και αυτό ο Γκάρλαντ φαίνεται να το γνωρίζει καλά.
[H ταινία προβάλλεται στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους]