Οταν το «Cloverfield» του 2008 προσέφερε μια ανατρεπτική ματιά τόσο στις ταινίες καταστροφής με τέρατα όσο και στο είδος του «found footage», δεν ήταν ακριβώς προφανές το γεγονός ότι αυτό θα αποτελούσε την αρχή για ένα σύνολο ταινιών που ναι μεν φλερτάρουν όλες με τα φιλμ τρόμου και την επιστημονική φαντασία αλλά η κάθε μια αποτελεί μια επαρκώς αυτόνομη οντότητα στο δικό της σκοτεινό, αγωνιώδες σύμπαν.
Το «Παράδοξο του Cloverfield» αποτελεί το τρίτο κομμάτι αυτού το πολυμορφικού σύμπαντος, παίρνοντας την σκυτάλη από τον ψυχολογικό τρόμο του «10 Cloverfield Lane» και βουτώντας πιο βαθιά από ποτέ (για τα δεδομένα της άτυπης σειράς) στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Επιπλέον, απόλυτα πιστό στην ανορθόδοξη φύση της σειράς, εμφανίστηκε ξαφνικά και χωρίς πρότερη διαφήμιση στο Netflix, ύστερα μόνο από ένα μυστηριώδες teaser που μεταδόθηκε κατά τη διάρκεια του Super Bowl και ανακοίνωνε πως η ταινία θα είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του καναλιού αμέσως μετά το τέλος του αγώνα.
Αυτό αποτελεί σίγουρα μια κίνηση χωρίς προηγούμενο και εγείρει αρκετές συζητήσεις σχετικά με μοντέλα εναλλακτικών μεθόδων διανομής και προώθησης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ταινίες που έτσι κι αλλιώς αποδεικνύονται αρκετά δύσκολες για τις «παραδοσιακές» μεθόδους προώθησης. Ταυτόχρονα βέβαια και, δυστυχώς, πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, το «Παράδοξο του Cloverfiled» έδειξε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να δημιουργήσει buzz για μια μέτρια ταινία και να μετατρέψει μια ενδεχόμενη εισπρακτική κινηματογραφική αποτυχία σε ένα καινοτόμο, πολυδιαφημισμένο μοντέλο.
Γιατί όσο κι αν θα θέλαμε το «Παράδοξο του Cloverfield» να είναι μια καλή ταινία, η μπερδεμένη του αφήγηση και η μηδαμινή σχεδόν αίσθηση συνοχής που επιδεικνύει μετατρέπει την ταινία στην καλύτερη περίπτωση σε μία φιλόδοξη αστοχία και στην χειρότερη σε μία άνευρη, αδύναμη να κρύψει το ταραγμένο παρελθόν της παραγωγή. Ξεκινώντας παλαιότερα την πορεία του ως «God Particle» και υπομένοντας αμέτρητες παρεμβάσεις στο σενάριο και την παραγωγή (η οποία κατέληξε παραδόξως να περιλαμβάνει ίσως το πιο diverse cast που έχουμε δει τελευταία σε ταινία, από την Γκούγκου Μπάτα-Ρο και τον Ντέιβιντ Ογιέλοου μέχρι τον Ντάνιελ Μπρουλ και την Ζανγκ Ζιγί), το «Παράδοξο το Cloverfield» είναι μάλλον καταδικασμένο να παραμείνει απλά αυτό που λέει ο τίτλος του: ένα παράδοξο.
Στο απροσδιόριστο κοντινό μέλλον, μια ομάδα ερευνητών από όλον τον κόσμο έχουν συγκεντρωθεί σε ένα διαστημικό σταθμό για να βρουν τη λύση στην ενεργειακή κρίση που μαστίζει τον πλανήτη και τον έχει φέρει στα πρόθυρα ενός νέου παγκόσμιου πολέμου. Ανάμεσά τους, βρίσκεται και μια επιστήμων που έχει βιώσει μια προσωπική τραγωδία πίσω στην γη, με το τραγικό συμβάν να στερεί την ζωή από τα δυο της παιδιά, και η οποία παραμένει στο σταθμό μην μπορώντας να έρθει αντιμέτωπη με το παρελθόν της. Οταν ένα απρόσμενο γεγονός κλονίσει την πίστη αλλά και τις ελπίδες όλου του πληρώματος, τα μέλη του διαστημικού σταθμού θα έρθουν αντιμέτωποι με διλήμματα, δύσκολες αποφάσεις αλλά και αμέτρητα εμπόδια που στόχο δεν έχουν μόνο τον αφανισμό τους αλλά και ενδεχομένως την καταστροφή ολόκληρου του κόσμου.
Tο «Παράδοξο του Cloverfield» μπορεί να έσπασε τις κινηματογραφικές ή διαφημιστικές συμβάσεις αλλά ουσιαστικά το μόνο που κατάφερε ήταν να αναστείλει απλά την αρνητική του επίγευση και ενδεχομένως να σώσει το studio του από μια πιθανή οικονομική καταστροφή.
Ή μήπως το κόστος ενδέχεται να είναι ακόμη μεγαλύτερο; Αυτό που δεν τσιγκουνεύεται σίγουρα το «Παράδοξο του Netflix» είναι το εύρος της πιθανής καταστροφής και μάλιστα το κάνει με έναν τρόπο που θυμίζει τον παλιομοδίτικο τρόμο επιστημονικής φαντασίας που θα μπορούσε να βρει θέση σε κάποιο κλασικό επεισόδιο του Star Trek ή, μετέπειτα, του Deep Space Nine. Το κόστος εδώ αγγίζει (ή μήπως όχι;) ούτε λίγο ούτε πολύ την καταστροφή ολόκληρου του κόσμου και είναι πάντα απολαυστικό να βλέπεις δημιουργίες που αγκαλιάζουν με τόσο πάθος αυτή την υπερβολή, χωρίς ειρωνεία ή αυτοσαρκασμό. Το «Παράδοξο του Cloverfield» παραμένει απόλυτα συνεπές στο ύφος του από την αρχή μέχρι το τέλος και, ακόμα και όταν, προκαλεί το μειδίαμα με μερικές από τις επιλογές του, αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί δε σταματά στιγμή να παραμένει σοβαρό, σκοτεινό και απειλητικό, κι ας γίνεται ακούσια αστείο. Οι αναφορές του δε αναμενόμενα περιλαμβάνουν τόσο την «Απειλή» και το «Alien» (η ταινία έχει μια σαφή ροπή προς τον σωματικό τρόμο όμως μία συγκεκριμένη στιγμή μπορεί να λειτουργήσει και ως κλείσιμο του ματιού προς το φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ) όσο και, απρόσμενα, την «Οικογένεια Ανταμς» και το γοτθικό, σκοτεινό της χιούμορ, με το τελικό αποτέλεσμα να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο καθαρόαιμο horror και το αφελές διαστημικό camp των 60ς.
Τουλάχιστον στην θεωρία, γιατί στην πράξη τα πράγματα δεν είναι και τόσο διφορούμενα. To «Παράδοξο του Cloverfield», όσο κι αν προσπαθεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι πρακτικά αποτελεί ένα κολάζ από ανολοκλήρωτες ιδέες, υπολείμματα παλαιότερων εκδόσεων του σεναρίου και απελπισμένες προσπάθειες να χωρέσει σε ένα ευρύτερο ενοποιημένο σύμπαν, γεγονός που το κάνει να μην μπορεί να πατήσει ποτέ σταθερά κάπου ώστε να δημιουργήσει στη συνέχεια έναν στέρεο ψυχολογικό ιστό. Ακόμα χειρότερα, φαντάζει αφόρητα κακοπαιγμένο (με μοναδική εξαίρεση την Γκούγκου Μπάτα-Ρο, η οποία όχι τυχαία αποτελούσε από την αρχή κομμάτι του «God’s Particle»), με τους ήρωές του να μιλούν αψυχολόγητα ο καθένας στη δική του γλώσσα και τις μεταξύ τους σχέσεις να περιγράφονται απλώς τηλεγραφικά, χωρίς περεταίρω προσπάθειες εμβάθυνσης ή έστω μια κάποια πολυεπίπεδη ανάπτυξη.
Η απόπειρα του φιλμ να εξηγήσει ή έστω να προσφέρει ένα ενωτικό πλαίσιο ανάμεσα στις διάφορες μέχρι τώρα ταινίες του σύμπαντος του «Cloverfield» είναι σίγουρα καλοδεχούμενη (οι φήμες λένε ότι υπάρχει ήδη έτοιμη και η τέταρτη ταινία της σειράς, η οποία μάλιστα διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), όμως και πάλι η «ευκολία» με την οποία προσφέρεται αλλά και ο ακούσια κωμικός της τρόπος, αποτελούν ακόμα μία ένδειξη προχειρότητας από πλευράς της ταινίας και συμβάλλουν με τη σειρά τους στο όλο απογοητευτικό αίσθημα που αναπόφευκτα συντροφεύει την παρακολούθηση του φιλμ.
Στο τέλος, αυτό που μένει δεν είναι τόσο η αίσθηση της ίδιας της ταινίας αλλά το γεγονός ότι αυτό το φιλμ παρουσιάστηκε με έναν μοναδικό τρόπο που, ειρωνικά, «καπέλωσε» την ίδια την ποιότητά του. Και αυτό αποτελεί ταυτόχρονα μια καινοτομία και ένα προειδοποιητικό καμπανάκι. Γιατί το «Παράδοξο του Cloverfield» μπορεί να έσπασε τις κινηματογραφικές ή διαφημιστικές συμβάσεις αλλά ουσιαστικά το μόνο που κατάφερε ήταν να αναστείλει απλά την αρνητική του επίγευση και ενδεχομένως να σώσει το studio του από μια πιθανή οικονομική καταστροφή. Οσο θόρυβο κι αν κάνει μια μέτρια ταινία, το γεγονός της (απουσίας) ουσίας παραμένει ως έχει. Το τέρας μπορεί να βρυχάται, όμως οι κραυγές του έχουν πάψει να προκαλούν ρίγη.
[H ταινία προβάλλεται στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους]