Τέλη του 19ου αιώνα στην Ινδία. Στην έπαυλη του φιλελεύθερου αλλά και εργασιομανή Μπουπατί, εκδότη εφημερίδας και της μοναχικής γυναίκας του, Τσαρουλάτα, έρχεται να φιλοξενηθεί ο Αμάλ, ο ξάδερφος του Μπουπατί. H Τσαρουλάτα ανακαλύπτει την καλλιτεχνική της πλευρά αλλά ταυτόχρονα νιώθει και μια επικίνδυνη έλξη. Οταν ο Μπουπατί θα ζητήσει από τον Αμάλ να διδάξει την Τσαρουλατά λογοτεχνία, προκειμένου να κάνουν παρέα και να μην νιώθει πια μόνη, οι ισορροπίες θα ανατραπούν...
«Η μοναξιά δεν είναι κάτι που συνηθίζεται», θα πει κάποια στιγμή ο στοργικός αλλά πολυάσχολος σύζυγος στην μοναχική γυναίκα του, σίγουρος πως μια αγκαλιά και ένας καλός λόγος θα είναι αρκετός για να την κάνει να νιώσει λιγότερο μόνη.
Η Τσαρού, όμως, δεν είναι παρά φυλακισμένη μέσα στην απέραντη ελευθερία της, ένα πουλί κλεισμένο μέσα στο κλουβί μιας άνετης ζωής, μια γυναίκα που ξεγελά τη μοναξιά της διαβάζοντας τα αγαπημένα της βιβλία και κλέβοντας στιγμές πραγματικής ζωής κοιτώντας κρυφά έξω από τα μισόκλειστα παράθυρα μιας πολυτελούς έπαυλης τη ζωή στους δρόμους της Καλκούτας.
Μακριά από τη ζούγκλα και την πολύβουη επαρχία της «Τριλογίας του Απού», ο Σατγιαζίτ Ρέι μεταφέρει τον κοινωνικό ρεαλισμό που ο ίδιος εισήγαγε, αλλάζοντας για πάντα το πρόσωπο του ινδικού σινεμά, μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, ποτίζοντας αυτή τη φορά την διακεκριμένη απλότητα του σινεμά του με τη λογοτεχνική αύρα ενός ρομαντικού μυθιστορήματος.
Τοποθετημένη στο 1880, στα χρόνια της αγγλικής κατοχής, και βασισμένη σε μια νουβέλα του δασκάλου του, βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας και ηγέτη της μπενγκάλι αναγέννησης, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ που ο ίδιος ο Ρέι λάτρεψε για τη «δυτική» της γοητεία, η «Μοναχική Γυναίκα» θα μπορούσε να είναι ένα αμερικάνικο μελόδραμα σπουδή πάνω στην γυναικεία φύση – ακριβώς με τον τρόπο που θα το έκανε ο Μαξ Οφίλς: με την ίδια περίτεχνη κίνηση της κάμερας, την ίδια μελαγχολική ελαφρότητα, την ίδια ριψοκίνδυνη ροπή προς τη βαθιά μελαγχολία.
Ο Ρέι, φυσικά, παραμένει πιο απλός - κινδυνεύοντας σε στιγμές να χαρακτηριστεί απλοϊκός – παίζοντας διαρκώς με τη λεπτή γραμμή που θα χώριζε ένα ρομαντικό μυθιστόρημα από ένα λαϊκό ανάγνωσμα, αφήνοντας τη δύναμη του σινεμά του και τις «αυθαίρετες» λήψεις του να ανυψώσουν ένα κοινωνικό χάρτη για τη θέση της γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία σε ένα σχόλιο για την ίδια τη «φυλακισμένη» Ινδία και το γεμάτο αγάπη και μίσος βλέμμα της προς τη Δύση.
Αλλοτε λυρικός (στην αξεπέραστη σκηνή του κήπου με την κούνια), άλλοτε τραγικός (στη στιγμή του χωρισμού), άλλοτε κωμικά κυνικός (στις πολιτικές συζητήσεις του συζύγου) και άλλοτε βαθιά ανθρωπιστής (δεν είναι τυχαίο ότι δεν κρίνει κανέναν από τους ήρωές του για τις επιλογές του), ο Ρέι ανοίγει με τη «Μοναχική Γυναίκα» ένα παράθυρο στην πεμπτουσία του ρομαντισμού (την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη γραφή, τις λέξεις...) για να αφηγηθεί ένα λαϊκό παραμύθι με μοντέρνο τρόπο.
Και το καταφέρνει, όχι μόνο με το επι τούτου κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου σκηνικό του, το άχρονο παίξιμο των ηθοποιών του – σαν βαθύ Bollywood αλά nouvelle vague (με κορυφαία την αγέρωχα έυθραυστη Μαντχαρμπί Μουκχερτζί της Τσαρού), τις στιλιστικές του ακροβασίες που ακυρώνουν τον νατουραλισμό και την εμμονή του στη λεπτομέρεια, είτε αυτή αφορά το γεωμετρικό στήσιμο των ηθοποιών ή τις σουίτες που ο ίδιος συνέθεσε κατά τη συνήθη πρακτική του για να συνοδεύουν το δράμα ή ένα δάκρυ που κυλά σε ένα μάγουλο ακριβώς τη στιγμή που πρέπει, ακριβώς στο σημείο που πρέπει.
Ισως όχι η καλύτερη ταινία του, όπως μέσα στα χρόνια τείνει να καταχωρηθεί, αλλά σίγουρα ένα σπάνιο δείγμα από το μέγεθος του μεγαλείου του, μια ταινία που δεν θα μπορούσε να γυριστεί με τον τρόπο που είναι γυρισμένη παρά μόνο από τον ίδιο.