Στις αρχές των 70ς, ένας βαρύς, γκρινιάρης άντρας με μουσικό αυτί και καμιά ιδέα από επιχειρήσεις δανείζεται χρήματα από την μητέρα του και αγοράζει ένα κλαμπ σε μία άθλια συνοικία της Νέας Υόρκης. Ο Χίλι Κρίσταλ ήθελε να φτιάξει ένα μουσικό στέκι που θα φιλοξενεί μπάντες Country, Blue Grass και Blues. Τελικά του έμεινε μόνο το όνομα - κι από αυτό μόνο τα αρχικά. Το CBGB έγινε μέκκα των underground, punk συγκροτημάτων της Νέας Υόρκης - ένα θρυλικό μέρος για την ατόφια, ωμή του ενέργεια, το ακατατέργαστο, γεμάτο κόκκο, αναρχία, βρώμα και δαιμονισμένη δύναμη rock 'n' roll.

Μόνο που ο Ράντα Μίλερ δεν αποφασίζει να το δείξει έτσι. Ή, μάλλον, αποφασίζει να δείξει την «τουριστική» πλευρά του, την καρτ ποστάλ αυτής της old school μπόχας. Οταν ξεκινάς μία τέτοια ταινία, το μεγαλύτερο στοίχημα είναι να αποφύγεις την μίμηση, την καθαρή εικαστική αναπαράσταση, αλλά να πιάσεις με την κάμερά σου την ενέργεια, τη στόφα και πάνω από όλα, τον ήχο.

Το CBGB ήταν διάσημο για τον κακό του ήχο. Οι μπάντες έπαιζαν σε θαμώνες που πρέπει να ένιωθαν κομπρεσέρ να διαπερνούν τα αυτιά τους ενώ ταυτόχρονα γάτες ξύνουν τα νύχια τους σε μαυροπίνακες, όμως ο Μίλερ δεν παίρνει καν την απόφαση να αφήσει τους νεαρούς ηθοποιούς του να ερμηνεύσουν τα κομμάτια. Τους ντύνει με ενδυματολογικά σετάκια εποχής, μαύρο ρίμελ και τη χλωμή επιδερμίδα των θρυλικών Πάτι Σμιθ, Blondie, Talking Heads, Iggy, Television και τους βάζει να κουνούν τα χείλη τους πάνω από στουντιακές ηχογραφήσεις. Από εκεί και πέρα τι να συζητήσει κανείς; Αν, one way or another, η Μάλιν Ακερμαν μπορεί να συλλάβει τη διαστροφική αθωότητα της Ντέπι Χάρι; Χαμένο στοίχημα...

Ο Μίλερ επικεντρώνεται στη σκηνογραφία, αλλά την παρατηρεί με παιδικά μάτια, υπογραμμίζοντας τα γραφικά και αποτυγχάνοντας να σε βουτήξει με το κεφάλι στη λεκάνη της τουαλέτας.

Ακόμα κι ο πάντα στιβαρός Αλαν Ρίκμαν, εδώ ερμηνεύει τον ιδιοκτήτη Χίλι Κρίσταλ με περούκα και στόμφο. Ομως αυτό το αργόσυρτο φλέγμα του φαίνεται ως προβαρισμένο, φορετό. Ο Μίλερ ήταν διαβόητα λίγδας, δύστροπος και ξινός αλλά με ταλέντο να αναγνωρίζει στο δευτερόλεπτο την αυθεντικότητα. Αν έμπαινε ο Ρίκμαν ως ο εαυτός του στο μαγαζί, μάλλον θα του έριχνε «εκείνη» τη διάσημή του απαξιωτική ματιά που πάγωνε ακόμα και τα πιο σκληροτράχηλα πανκιά.