Στην Ουάσινγκτον δεν κυβερνούν οι βουλευτές, οι γερουσιαστές, ούτε καν ο ίδιος ο Πρόεδρος. Την πραγματική δύναμη έχουν οι λομπίστες - οι ενδιάμεσοι παίκτες κι έμμεσοι εκβιαστές που γνωρίζουν πώς να χειραγωγούν τους θεσμούς και να περνούν νομοθεσίες. Ενας από αυτούς ήταν και ο Τζακ Αμπράμοφ, ένας εβραίος ρεπουμπλικάνος λομπίστας, ο οποίος επί εποχής Μπους Τζούνιορ έλυνε και έδενε στον λόφο του Καπιτωλίου. Μόνο που στις αρχές της νέας χιλιετίας, παρακινημένος από υπεροψία, προσωπικές φιλοδοξίες και απληστία, έστησε ένα δίκτυο δωροδοκιών και καταχρήσεων που αποτέλεσε το μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς για το Λευκό Οίκο μετά το Watergate. Το 2006 καταδικάστηκε για κατάχρηση και φοροδιαφυγή, και η δημόσια εικόνα του ταυτίστηκε για πάντα με όσα έχουν πάει λάθος με το αμερικανικό όνειρο.
Κι όλο αυτό έρχεται να το κάνει ο Τζορτζ Χίκενλουπερ («Heart of Darkness», «Factory Girl») ταινία. Μία ταινία που έχει αποφασίσει από την αρχή να μην αναλωθεί στη γραμμική και ψύχραιμη αφήγηση των γεγονότων, πώς δηλαδή ο Αμπράμοφ συνεργάστηκε με έλληνα μαφιόζο και καταχράστηκε τους Ινδιάνους ιδιοκτήτες καζίνο (αυτό το είχε κάνει άλλωστε το ντοκιμαντέρ του Αλεξ Γκίμπνεϊ «Casino Jack and the United States of Money») αλλά να αποτυπώσει τους φρενήρεις ρυθμούς, τη σουρεαλιστική τρέλα και τον παρανοϊκά επικίνδυνο ανταγωνισμό του πολιτικού μικρόκοσμου της Ουσάσινγκτον. Για αυτό και ο τόνος της ταινίας φλερτάρει με την εξτραβαγκάνζα: υπερβολή στην ένταση των ηθοποιών, καταιγιστικοί σε στιγμές ρυθμοί κινηματογράφησης, μοντάζ που αφηνιάζει, και μία off beat κωμική έξαρση που αναγάγει τα σοβαρότερα σε φάρσα. Ενα τσίρκο είναι ο Λευκός Οίκος ισχυρίζεται το «Casino Jack» - λαμπερός και ευφάνταστος στα ακροβατικά του, σκοτεινός, βρωμερός και θλιβερός στα παρασκήνια.
Μόνο που αυτός ο ζήλος του Χίκενλουπερ είναι και η μεγαλύτερη αδυναμία του. Πάρα πολλά ονόματα, εκατοντάδες αναφορές, χιλιάδες μικρολεπτομέρειες πυροβολούνται από τα στόματα των ηρώων που τρέχουν σε διαδρόμους, μπαινοβγαίνουν σε γραφεία, αεροπλάνα, VIP κλαμπ και εστιατόρια. Ταυτόχρονα η κωμωδία και το δράμα εναλλάσσονται σχιζοφρενικά και, σε στιγμές, ασύνδετα. Δεν είναι ο Χίκενλουπερ Σκορσέζε να μπορεί να παρουσιάσει με μαεστρία ταυτόχρονα την τζαζ λάμψη και την τρομαχτική βία ενός Καζίνο. Ούτε ο σεναριογράφος Νόρμαν Σνάιντερ είναι Ααρον Σόρκιν για να μας κάνει να μαγευτούμε από την πλεκτάνη της Δυτικής Πτέρυγας, ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς τι βλέπουμε. Το «Casino Jack» είναι δυστυχώς πανομοιότυπο με τους λομπίστες που επιχειρεί να σατιρίσει: φωνακλάδικο, στυλιζαρισμένο, επιφανειακό και με ατζέντα.
Εχει όμως έναν άσσο στο μανίκι του. Κι αυτός είναι ο Κέβιν Σπέισι. Λες και ξύπνησε από βαθύ ύπνο στον οποίο είχε πέσει για μία περίπου δεκαετία με παράλογα κακές επιλογές, αδιάφορες ταινίες και, γιατί να το κρύψουμε άλλωστε, μερικούς εξευτελιστικούς ρόλους, εδώ ο Σπέισι έχει κέφια. Φοράει τα ατσαλάκωτα κουστούμια και τη γελοία φεντόρα του επιδειξιομανή Αμπράμοφ με τη γνώση του ηθοποιού που έχει στα χέρια του ένα ρόλο που του επιτρέπεται να ερμηνεύσει στα κόκκινα, καθώς ο ήρωάς του υπήρξε και ο ίδιος αδίστακτος περφόρμερ σ' ένα θέατρο πολιτικού και καπιταλιστικού παραλόγου. Μόνο που αυτό γυρίζει μπούμερανγκ. Παρακολουθώντας τον Σπέισι, ειδικά στο πρώτο μέρος της ταινίας, να τα δίνει όλα νομίζουμε ότι έχουμε μπροστά μας ένα πιτσιρίκι που δεν του φτάνει που κάνει κόλπα με το ποδήλατό του αλλά πρέπει να φωνάξει και την μαμά του να τον δει («κοίτα μαμά, χωρίς χέρια!»). Ο Σπέισι ερμηνεύει την κάθε σκηνή μ' έναν τρόπο που στο τέλος χειροκροτεί τον εαυτό της.
Ευτυχώς που υπάρχει κι ένα δεύτερο μέρος όπου τα πράγματα σοβαρεύουν κι ο διπλά οσκαρικός ηθοποιός (ο οποίος και εδώ κέρδισε μία υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα) θυμάται τη δύναμη των σιωπών του, του βλέμματός του και του κοφτερού του σαρκασμού.
Θα θέλαμε όμως ένα πιο στιβαρό χέρι στο σκηνοθετικό τιμόνι. Αυτό που θα μπορούσε να πετάξει τα περιττά από το σενάριο, να κρατήσει το χαλινάρι των ηθοποιών, να ξέρει πότε να ανεβάσει την ένταση και πότε να επιτρέψει στις σκηνές να αναπνεύσουν. Τότε θα είχαμε μία ταινία με ξεκάθαρο στόχο, μία καυστικότερη σάτιρα και μία ιστορία διαπλοκής... με πλοκή.