Πρώτη ταινία των Νατάσα Μερκούλοβα και Αλεξέι Τσούποφ που διανέμεται στις αίθουσες στην Ελλάδα, τρίτη του ζευγαριού που ξεκίνησε με το «Intimate Parts» του 2013 και συνέχισε με το «The Man Who Surprised Everyone» το 2018, το «Ο Σύντροφος Βολκονόγκοφ Απέδρασε» επιστρέφει στο τραυματικό παρελθόν της Σοβιετικής Ενωσης για ένα και μοναδικό λόγο: για να αποκρυπτογραφήσει διάφανα τη Ρωσία του σήμερα.
Και το κάνει με σχεδόν ανεπαίσθητα υβριδικό τρόπο, αφού το φιλμ, παρά το σκηνικό του προπολεμικού Λένινγκραντ, μοιάζει - σε αυτό βοηθούν και οι αυθαιρεσίες στην ενδυματολογία αλλά και στην ευφυή μείξη του ένδοξου παρελθόντος με την βίαιη επέμβαση του παρόντος - να διαδραματίζεται σε ένα δυστοπικό παρελθόν (παρόν ή και μέλλον), περισσότερο ένα σκηνικό τρόμου, μια χώρα κατοικημένη από νεκροζωντανούς ή και (κυριολεκτικά) φαντάσματα που αναζητούν απαντήσεις και εξιλέωση.
Αυτή την τελευταία θα αναζητήσει και ο Σύντροφος του τίτλου, ένας νέος με σφριγηλό σώμα και αποφασιστικότητα φονικής μηχανής, μέλος της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας, όταν συνειδητοποιήσει πως το καθεστώς του Στάλιν έχει ξεκινήσει την «εκκαθάριση» (την ονομάζουν κωδικά και κεκαλυμμένα «επαναξιολόγηση»). Οταν ένας από τους φίλους του στην Υπηρεσία θα τον επισκεφθεί ως φάντασμα θα του δώσει μια τελευταία ευκαιρία: να βρει μέσα σε 24 ώρες τους συγγενείς όσων σκότωσε άδικα το καθεστώς και να τους ζητήσει συγχώρεση.
Ο Βολκονόγκοφ θα διασχίσει το Λένινγκραντ του 1938 για να βρεθεί στην λεπτή γραμμή που χωρίζει τον άνθρωπο από την απόλυτη εξαθλίωση, τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Από νεκροτομεία και καταφύγια αστέγων σε σπίτια που βρωμάνε αλκοόλ ανακατεμένο με θρήνο, η διαδρομή του είναι ταυτόχρονα μια ταινία δράσης, ένα υπαρξιακό ταξίδι και μια πολιτική πράξη. Με τους διώκτες του να τον μαρκάρουν όλο και πιο στενά, ο Βοκογκόνοφ θα αναζητήσει τη συγγνώμη σε ανθρώπους που έχουν χάσει πλέον την πίστη τους στη ζωή, ζώντας μέσα σε έναν εφιάλτη που δεν μοιάζει να έχει τέλος. Στον ίδιο εφιάλτη θα βυθιστεί και αυτός, καθώς ο χρόνος του τελειώνει και ο Παράδεισος δεν μπορεί να περιμένει.
Οι δύο σκηνοθέτες και ζευγάρι στη ζωή, σκηνοθετούν την πορεία του αυτή και με αγωνία και με δραματική βαρύτητα, ξεφυλλίζοντας μαζί του το μεγάλο βιβλίο της σταλινικής κτηνωδίας. Μεταφέροντας την προβληματική του Ντοστογιέφσκι για το έγκλημα και την τιμωρία σε μια εποχή που καθρεφτίζει τη δυστοπία της Ρωσίας του Πούτιν, ανοίγουν ακόμη περισσότερο την εικόνα και σε μια μεταφυσική διάσταση αλλά και μια ποιητική που ειδικά στο φινάλε κυριεύει το ρεαλισμό. Η φιλόδοξη τους αυτή μείξη λειτουργεί λόγω ρυθμού, υπέροχης φωτογραφίας και μιας επιβλητικής νευρικής ερμηνείας από τον Γιούρι Μπόρισοφ, αποδεικνύεται όμως συχνά επαναλαμβανόμενη, επιτηδευμένη σχεδόν καταχρηστικά με το βλέμμα στραμμένο στον τρόμο.
Πολύ μακριά από την αφαίρεση του Ρομπέρ Μπρεσόν (τον τίτλο της δικής του ταινίας, «Ενας Καταδικασμένος σε Θάνατο Δραπέτευσε» παραφράζουν οι δύο σκηνοθέτες), πιο κοντά στο ελεγειακό ύφος, αλλά όχι και στην ακρίβεια του Καντεμπίρ Μπαλάγκοφ (στο αριστουργηματικό «Ενα Ψηλό Κορίτσι»), μια ταινία που συστήνει σε κάθε περίπτωση στο ελληνικό κοινό δύο ταλαντούχους, ατρόμητους και διαρκώς φιλόδοξους σκηνοθέτες.