Παρίσι, 1930. Ο Λουίς Μπουνιουέλ βρίσκεται στο στόχαστρο μπουρζουάδων, εκκολαπτόμενων φασιστών και ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας μετά το σκάνδαλο που προκαλεί η σουρεαλιστική «Χρυσή Εποχή», η τελευταία του συνεργασία με τον Σαλβαδόρ Νταλί, με τον οποίο έχει ήδη ψυχραθεί. Αποκλεισμένος από χρηματοδότες για το επόμενο σχέδιό του, μια δική του διασκευή του μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ «Ανεμοδαρμένα Ύψη», αποφασίζει, με πηγή έμπνευσης ένα εθνογραφικό βιβλίο του Μορίς Λεζάντρ, να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ στις Χούρδες, την φτωχότερη περιφέρεια της Ισπανίας. Τα γυρίσματα στον «λαβύρινθο με τις χελώνες» -αναφορά στις καβουκοειδείς πέτρινες σκεπές των χαμόσπιτων της περιοχής- θα ξεκινήσουν μόλις τρία χρόνια μετά, με χρήματα από ένα χριστουγεννιάτικο λαχείο που κερδίζει ο Ραμόν Ασίν, παιδικός φίλος του Λουίς από την Αραγονία και γνωστός αναρχικός, και συνεργείο, εκτός των δύο, τον βοηθό σκηνοθέτη Πιέρ Ουνίκ και τον οπερατέρ Ελί Λοτάρ.

Στον έναν μήνα περίπου γυρισμάτων σε τούτη τη «Γη Χωρίς Ψωμί», όπως αργότερα θα ονομαστεί το φιλμ, ο Μπουνιουέλ ξεδιπλώνει όλο τον οραματισμό του στον τρόπο που κινηματογραφεί τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τις αρρώστιες που μαστίζουν τις Χούρδες, σαν μια πιεστική έκκληση στο ισπανικό κράτος να στρέψει το βλέμμα του στην καταραμένη αυτή επαρχία (καθόλου τυχαία, η προβολή της ταινίας θα απαγορευθεί πάραυτα από την κυβέρνηση της Φάλαγγας). Ταυτόχρονα, όμως, αποκαλύπτει στους συνεργάτες του και τη σκοτεινή όψη του εαυτού του στον τρόπο που αψηφά την ασφάλειά τους, την επάρκεια της χρηματοδότησης και, κυρίως, το έμψυχο υλικό του: ο δημιουργός δε διστάζει να δραματοποιήσει κηδείες βρεφών ή να θανατώσει ζώα στο στήσιμο των σεκάνς του ώστε να υπερτονίσει τη μιζέρια, άρα και να κάνει την έκκληση που λέγαμε αποτελεσματικότερη (σε όσους έχουν δει το ημίωρο ντοκιμαντέρ του Νίκου Θεοδοσίου «Απαγορευμένη Επίσκεψη», η απομυθοποιητική αυτή πλευρά του είναι ήδη γνωστή).

Στο animation του Σαλβαδόρ Σιμό, που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο κόμικς του Φερμίν Σολίς, παραστατικοποιούνται εξόχως όλα τα παραπάνω, μαζί και οι φοβίες και τα παιδικά τραύματα που έμελλε να τον καθορίσουν ως άνθρωπο και καλλιτέχνη. Σύντομα φλασμπάκ σε περιστατικά της παιδικής του ηλικίας, σεκάνς ονείρων που προδίδουν τη σχέση του με τον αυστηρό πατέρα του και την πατρική φιγούρα γενικότερα, σκηνές οραμάτων που μαρτυρούν το πρίσμα υπό το οποίο βλέπει τον κόσμο (έξοχη εκείνη στους δρόμους του Παρισιού), το πάθος με (αλλά ενίοτε και ο φόβος από) πτηνά και έντομα, ενθέτονται καίρια στην κεντρική αφήγηση του οδοιπορικού γυρισμάτων στις Χούρδες, ενώ εκπληκτικό είναι το εύρημα της εναλλαγής των αυθεντικών ασπρόμαυρων στιγμιότυπων από τη «Γη Χωρίς Ψωμί» με την χειροποίητη, έγχρωμη, δισδιάστατη εικονογράφηση του γυρίσματος της εκάστοτε σκηνής. Το υψηλής ακριβείας μοντάζ του Χοσε Μανουέλ Χιμένεθ και η άξια βραβείων μουσική του Αρτούρο Καρδελούς συμβάλλουν τα μέγιστα στον αντίκτυπο του θαυμάσιου αυτού καρτούν, το οποίο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από βιογραφικές live action υπερπαραγωγές, ίσα-ίσα που σκιάζει δεκάδες τέτοιες ως υπόδειγμα πορτρέτου που αξιοποιεί δημιουργικά το επιλεκτικό για να μιλήσει για το συνολικό.

[Μαζί με την ταινία «Ο Μπουνιουέλ στον Λαβύρινθο με τις Χελώνες» προβάλλεται και το 5λεπτο δυστοπικό παραμύθι «Βίαιη Εξίσωση» του Αντώνη Ντούσια, το πιο πολυταξιδεμένο στο εξωτερικό ελληνικό κινούμενο σχέδιο της χρονιάς, τιμημένο με το Βραβείο Animation στο περασμένο Φεστιβάλ Δράμας]