H πρώτη εικόνα της σχέσης της Σάρα και του Ζαν είναι μία ξέγνοιαστη, ερωτευμένη, υγρή αγκαλιά. Στις διακοπές τους, μέσα στη θάλασσα, το ζευγάρι είναι ευτυχισμένο - γαλήνη, χαμόγελα, τρυφερότητα, ελευθερία. Η επιστροφή στο Παρίσι και στην καθημερινότητα φέρνει κι όλες τις άλλες διαστάσεις: ο Ζαν είναι άνεργος, ο ανδρισμός του πλήττεται που πρέπει να δανείζεται την πιστωτική κάρτα της Σάρα για το σούπερ μάρκετ, η σχέση με το μιγά γιο του (που προτιμά να μένει με τη γιαγιά) προβληματική, Κάπου εκεί εμφανίζεται ξανά στη ζωή τους ο Φρανσουά - ο πρώην σύντροφος της Σάρα κι ο φίλος που πρόδωσε για να είναι μαζί της. Ο Φρανσουά του προτείνει δουλειά, το να την αποδεχθεί είναι μονόδρομος, και οι ισορροπίες του ζευγαριού ταράζονται. Η Σάρα δεν έχει ξεπεράσει τον Φρανσουά, παρόλο που τον άφησε πίσω. Αγαπά και τους δύο άντρες.- για διαφορετικούς λόγους, με την ίδια ένταση. Ενα ξυράφι ο έρωτας και σε κάθε όψη του την περιμένει πάθος και τραύμα.
Υπάρχει ποίηση στην κάμερα της Κλερ Ντενί, κάτι που είναι γνωστό για τη διάσημη 77χρονη γαλλίδα σκηνοθέτη («Η Λιακάδα Μέσα Μου», «Stars at Noon», «Beau travail») Ο τρόπος που κινηματογραφεί τον έρωτα (με σώματα και βλέμματα που κλειδώνουν σε γεωμετρικές αγκαλιές), ή την απόγνωσή του (με κοντινά στο πάντα εκφραστικό πρόσωπο της Ζιλιέτ Μπινός και το αντίστοιχα δυναμικά πληγωμένο του Βενσάν Λιντόν) είναι μοναδικός. Οχι μόνο για την αισθητικές της αποφάσεις, αλλά γιατί με έναν λυρικό τρόπο επιτυγχάνει να επικοινωνήσει και την επικινδυνότητα του έρωτα. Τις ευαίσθητες ισορροπίες του, την κτητικότητά του, την προδοσία του. Καθόλου τυχαίο που αυτές τις πρώτες εικόνες στη θάλασσα συνοδεύει ένα έγχορδο μουσικό σκορ που μοιάζει να θρηνεί, να απειλεί την ευτυχία της εικόνας.
Η απόφασή της να μεταφέρει το «Un tournant de la vie» , το βιβλίιο της Κριστίν Ανγκό, για να μελετήσει κινηματογραφικά την (μη) απόφαση μιας γυναίκας ανάμεσα σε δύο εραστές, έχει λόγο για την φεμινίστρια Ντενί. Η Σάρα δεν παρουσιάζεται ως θύμα, αλλά ως θύτης. Η γυναίκα και οι ορμές της παίρνουν το λόγο κι ο προβολέας πέφτει πάνω στις (κακές) της επιλογές, χωρίς να την κρίνει.
Παράλληλα, η Ντενί προσπαθεί να δέσει ότι όλα στη ζωή έχουν δύο όψεις, όλοι ισορροπούμε στην κόψη ενός ξυραφιού: ο γιος του Ζαν είναι μιγάς και παλεύει με το κομμάτι της αραβικής του ταυτότητας, η Σάρα είναι κοινωνική ακτιβίστρια (με εκπομπές στο ραδιόφωνο ενάντια στο ρατσισμό) αλλά στην προσωπική της ζωή ατομίστρια, ο Ζαν είναι και τρυφερός (όταν νιώθει ασφαλής μέσα στη σχέση) και εξαιρετικά βίαιος όταν απειλείται. Τίποτα δεν είναι άσπρο/μαύρο.
Δυστυχώς όμως αυτό ισχύει και για το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Παρόλες τις αρετές της σκηνοθεσίας της Ντενί (κι ίσως για αυτό και το βραβείο στο Βερολίνο - αν κι έμοιαζε περισσότερο ως «τιμητικό») το σενάριο είναι χαοτικό, θολό και υστερικό. Οι σκηνές σύγκρουσης πατέρα-γιου βγαίνουν κλισέ και διδακτικές, η παρουσίαση του ερωτικού τριγώνου δεν πείθει για τους λόγους που μια γυναίκα θα ήταν μπερδεμένη, οι χαρακτήρες δεν είναι γερά δομημένοι.
Κι όταν ο Ζαν και η Σάρα τσακώνονται για την αλήθεια των συναισθημάτων τους ή το μέλλον της σχέσης τους, τότε η Ντενί αφήνει εντελώς το χαλινάρι στην γαλλική φρενίτιδα με τους ηθοποιούς της (σε αρκετές στιγμές) να αυτοσχεδιάζουν. Οσο υπέροχοι και να είναι η Μπινός και ο Λιντόν, το ότι ένα ζευγάρι θα είχε μία άλλη πιο στιβαρή βάση στα επιχειρήματά του την ώρα ενός καυγά, δεν μένει απαρατήρητο. Οι απόπειρα να χτίσει ο ένας πρωταγωνιστής στον αυτοσχεδιασμό του άλλου βγάζει μία υπερβολή νεύρωσης, κι όχι ένα σπαραχτικό καυγά.
Δυστυχώς μία ωραία ιδέα και μία θαρραλέα πρόταση να κοιτάξει κανείς με αυτό τον τρόπο τα διλήμματα και τις συνέπειες του έρωτα, κόβεται κι αιμορραγεί με γαλλικουριές.