Η Ιρίνα μένει στην ρουμανική ορεινή επαρχία και δουλεύει στο οικογενειακό ξενοδοχείο. Από τη στιγμή που η 20χρονη ξυπνά το πρωί, η ζωή της συρρικνώνεται από την παρουσία, την απαίτηση, τη βία των άλλων. «Ξύπνα, ήρθε ο πατέρας σου». «Δε θα διαβάσεις, θα πας να βοηθήσεις τον ξάδελφό σου». «Τι να το κάνεις το πανεπιστήμιο, θα μείνεις εδώ στην οικογενειακή επιχείρηση». Κι εκείνο το πρωί, μετά από ένα πάρτι σε σπίτι φίλης, όπου όλοι μέθυσαν πολύ, η Ιρίνα ξύπνησε και κάποιος είχε παραβιάσει και το τελευταίο σύνορο: έκανε σεξ μαζί της, όσο ήταν ημιλιπόθυμη. «Εμοιαζες σαν να ήξερες πολύ καλά τι θέλεις,» της δικαιολογήθηκε ο Τούντορ, ο αρκετά μεγαλύτερός της και παντρεμένος θαμώνας του πάρτι. Ο οποίος τρόμαξε όμως από το παρθενικό αίμα στο κρεβάτι. Κι εκείνη τον ξαφνιάζει: αν είναι έτσι το σεξ, θέλει κι άλλο. Χωρίς αγάπη, χωρίς δέσμευση, με βία. Γιατί αν είναι να ξεφύγει από τη βία της οικογένειάς της στην απομόνωση της επαρχίας, ας γεύεται τη βία αλλού.
Χρόνια πρωταγωνίστρια του νέου κύματος του ρουμανικού κινηματογράφου (σε ταινίες του Αντριάν Σιτάρου, ή του Κρίστι Πουίου), η Αλίνα Γκρίγκορε περνάει πίσω από την κάμερα και σκηνοθετεί ένα πολύπλοκο και τολμηρό θέμα για τη γυναικεία καταπίεση και χειραφέτηση στη χώρα της. Και το κάνει με αρκετές αρετές. Η κινηματογράφησή της ακολουθεί τη φόρμα του σύγχρονου ρουμανικού σινεμά: μάς βουτά με δαιμονισμένη ενέργεια κι αίσθηση αναγκαιότητας σε μία καθημερινότητα νεορεαλισμού και στο χάος πολλαπλών χαρακτήρων που μιλούν ακατάπαυστα (δεν θα είστε μόνοι αν μπερδευτείτε με το ποιος είναι ποιος σε αυτή την μεγάλη οικογένεια).
Η εικόνα της Ιρίνα να περιφέρεται από τον επισκέπτη πατέρα που τους παράτησε για να φτιάξει τη ζωή του στο Λονδίνο (φυσικά και θα τη βοηθήσει να σπουδάσει, αλλά στο Λονδίνο, εκεί όπου θέλει αυτός και δεν τον ξεβολεύει), στον βίαιο ξάδελφο που δεν δέχεται ότι εκείνη είναι πιο έξυπνη, στον χαμογελαστό θείο (καλόκαρδος, αλλά μόνο αν μείνεις υπάκουη, διαφορετικά απειλητικός) και τελικά στον κακοποιητή της (ο οποίος είναι το καλό παιδί της διπλανής πόρτας, αλλά δε θα έχανε και την ευκαιρία), είναι αρκετά δυνατή για να λειτουργήσει μόνη της, χωρίς επεξηγήσεις και βοηθήματα.
Η Γκρίγκορε όμως επιμένει να ρίχνει στη μίξη του αφηγήματός της και συμβολικά στοιχεία: η Ιρίνα παθαίνει κρίσεις άσθματος (πνίγεται), ή φροντίζει τα κλωσσόπουλα στα κοτέτσι (δεν έχουν πραγματικά φτερά για να πετάξουν μακριά). Παράλληλα, όλοι οι άντρες είναι εύκολα σχήματα που αποτυπώνουν την προβληματική αρρενωπότητα: ο ένας είναι απών, ο άλλος στείρος, ο τρίτος τοξικός. Κι αν το γεγονός ότι τελικά η Ιρίνα εσωτερικεύει τον μισογυνισμό και θέλει πόνο στο σεξ μάς διαφύγει, υπάρχουν διάλογοι για να το υπογραμμίσουν: «δεν είναι αυτό αγάπη».
Κάπου εκεί χάνει τη δύναμή του το πολλά υποσχόμενο αυτό δράμα, που αντλεί τον τίτλο του από ένα παραδοσιακό παιδικό τραγουδάκι που η ηρωίδα θα μουρμουρίσει κάποια στιγμή. Κι έχει να κάνει με ευχές που δίνεις μικρή με πανσέληνο για να έχεις μία γεμάτη, ευτυχισμένη ζωή. Οχι, δεν φταίνε τα φεγγάρια αν τα όνειρά σου δεν πραγματοποιηθούν. Αλλά η πατριαρχία - βαθιά ριζωμένη στα θεμέλια των Βαλκανίων, αλλά και μέσα σου.