Ο Κωνσταντίνος φεύγει στο εξωτερικό. Την τελευταία του μέρα συναντιέται με τη Σοφία στο πάρκο. Η Σοφία είναι εκείνη η κοπέλα που «ποτέ δεν έγινε κάτι, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε…» Το timing ήταν όλο λάθος, πάντα συναντιόντουσαν σαν φίλοι, δεν είχαν καταφέρει να συνδεθούν βαθιά και ουσιαστικά. Εκείνο το απόγευμα αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι - μέχρι να βραδιάσει κι ο Κωνσταντίνος να πρέπει να μπει στο Express για το αεροδρόμιο. Θα τα πουν όλα. Οσα δεν κατάφεραν να πουν ποτέ. Οσα πάντα έλεγαν ότι θα πουν, αλλά δεν είπαν. Εκείνη την μέρα θα γνωριστούν.
Και τα λένε όλα: ποια ήταν η πιο εξευτελιστική στιγμή της ζωής τους, τι ήταν το πιο απρόοπτο που τους έχει συμβεί στο δρόμο, πώς θα περνούσαν την τελευταία μέρα τους στη γη; Τι σημαίνει έρωτας, τέχνη, ζωή, θάνατος, Θεός; Τι θα αγόραζε ο Μάρκος Βαμβακάρης αν έμπαινε σήμερα στον Σκλαβενίτη;
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιώργος Αθανασίου βάζει τους ήρωες του σε μία γνωστή συνθήκη: από τα walking-and-talking αμερικανικά indie των 90ς, μέχρι την “Before” τριλογία του Λινκλέιτερ, αλλά και τα περσινά «Μαγνητικά Πεδία» του Γιώργου Γούση, αρκετοί σκηνοθέτες πειραματίστηκαν με την ιδέα ζευγαριών που γεννιούνται μέσα από το εύρημα μίας «αυθόρμητης φλυαρίας», στην οποία εμείς οι θεατές γινόμαστε κρυφοί παρατηρητές. Μία πειραματική πολυλογία, άλλοτε scripted, άλλοτε παρορμητικά αυτοσχεδιαστική.
Το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα το άνισο αποτέλεσμα. Μετά από ώρες υλικού, τι κρατάς που να έχει ενδιαφέρον, φρεσκάδα, γοητευτική αμεσότητα, χιούμορ, συγκίνηση. Και τι δεν λειτουργεί. Τι προδίδει την κατασκευή - πότε η άσκηση των ηθοποιών φανερώνει τον εξαναγκασμό της, πότε οι αμηχανίες δεν επιτρέπονται (όπως στη ζωή), αλλά καλύπτονται βιαστικά, «υποχρεωτικά» με τον επόμενο αυτοσχεδιασμό.
Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου (Κωνιού) και της Σοφίας (Ιωάννου) τα πράγματα είναι μοιρασμένα. Ο Αθανασίου επιλέγει 4-5 τοποθεσίες μέσα στο πάρκο. Τους πλαισιώνει σε όμορφα κάδρα, τους φωτίζει σε λαμπερό ασπρόμαυρο. Και τους αφήνει ελεύθερους. Μετά μοντάρει το αποτέλεσμα, μιξάροντας τις συζητήσεις από το ένα location στο άλλο.
Ο Κωνιός είναι ταλαντούχος και τολμηρός - αρπάζει την (όποια) ιδέα και παίρνει φωτιά. Η Ιωάννου είναι πιο συγκρατημένη, η ιδιοσυγκρασία της πιο εσωτερική, μοιάζει με όμορφο, απρόσιτο κύκνο της λίμνης του πάρκου.
Το αποτέλεσμα δεν είναι απόλυτα επιτυχημένο. Βγάζει όμως μία άγουρη τρυφερότητα που ίσως να ήταν και το ζητούμενο.
Αλλωστε, τα άνθη (τα νιάτα) δεν συζητούν ούτε σοφά, ούτε ισορροπημένα. Βλέπουν τη ζωή μέσα από την τρέλα, μία απείθαρχη διαλογική αμφισβήτησης, μέσα από πλάκα, πρόκληση, χαβαλέ. Μέσα από την ξερολίαση των χρόνων τους.
Οπως ακριβώς και οι πρώτες ταινίες: μπορεί να μην ανθίζουν στο τέλειο λουλούδι. Αλλά μπορείς να μυρίσεις την υπόσχεση του μίσχου τους.