Εκτός από ένα μικρό πρώτο μέρος και μερικά flash back, o Σοέι Ιμαμούρα αφηγείται την ιστορία του πέντε χρόνια μετά τη ρίψη της βόμβας στη Χιροσίμα. Το γεγονός ότι οι σκηνές που διαδραματίζονται σε καιρό ειρήνης, μακριά από τον ορυμαγδό και τη φρίκη της στιγμής, σε συνθήκες (έστω και μετα - αποκαλυπτικής) ηρεμίας είναι σχεδόν πιο αποτρόπαιες, σε συναισθηματικό αλλά τελικά και όχι μόνο επίπεδο, από αυτές του ολοκαυτώματος, είναι ενδεικτικό της ουσίας μιας ταινίας που κάθε φορά που προσπαθεί να ανιχνεύσει τη μεγάλη τραγωδία της επιβίωσης ψάχνει για το τραύμα βαθιά μέσα, πίσω από τα εγκαύματα και κάθε φορά που πρέπει να απαντήσει στο διαχρονικό «γιατί» επιστρέφει νομοτελειακά στον άνθρωπο.
Στο κέντρο της ανθρωποκεντρικής του θεώρησης βρίσκεται μια περίπου οικογένεια που αποτελείται από τον θείο Σιγκεμάτσου, τη θεία Σιγκέκο και την νεαρή Γιασούκο που ζει μαζί τους. Την ώρα της έκρηξης, η Γιασούκο βρίσκεται έξω από την πόλη, η επιστροφή της όμως θα την βρει σε μια βάρκα να ατενίζει την απόλυτη καταστροφή όλων και το πρόσωπο της να βρέχεται από μια μαύρη ραδιενεργή βροχή. Φτάνοντας στη Χιροσίμα θα βρει το θείο της με εγκαύματα στο πρόσωπο να προσπαθεί να τους φυγαδεύσει στο εργοστάσιο που δουλεύει. Πέντε χρόνια μετά, η «οικογένεια» ζει μαζί, σε μια καθημερινότητα που ορίζεται από τη δυσπιστία για την υγεία της Γιασούκο. Όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί την αποφεύγουν και η ίδια σίγουρη πως δεν θα εκπληρώσει το χρέος της να παντρευτεί όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της, προτιμά να μείνει μαζί με το θείο και τη θεία της, να τους φροντίζει καθώς γερνούν και να περιμένει τη στιγμή που θα επιβεβαιωθεί πως η μαύρη βροχή που έπεσε πάνω της ήταν μολυσμένη.
Η «Μαύρη Βροχή» είναι στην καρδιά της μια ταινία τρόμου. Δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο που να μην προδίδει αγωνία, άγχος, παράνοια, μια διαρκή, παρατεταμένη ανησυχία πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, πως πίσω από τη φαινομενική ειρηνική, υγιή καθημερινότητα κρύβεται το «τέρας» του θανάτου, έτοιμο να κατασπαράξει κάθε επιζώντα σε ένα παιχνίδι που παίζεται χωρίς όρους, χωρίς νικητές ή ηττημένους. Ο Ιμαμούρα ανοίγει το πλάνο σε μια καθημερινότητα που προφασίζεται ότι είναι φυσιολογική, αλλά στην πραγματικότητα είναι από μόνη της ένα ανοιχτό τραύμα έτοιμο να σκάσει σαν μια βόμβα σε διαρκή επανάληψη. Ανθρωποι που κοιτάζονται στον καθρέφτη περιμένοντας το παραμικρό δείγμα της μόλυνσης, άνθρωποι χωρίς ηθική πυξίδα σε ένα διαρκές παιχνίδι με τα όρια τους, άνθρωποι που ακούν τα τανκ του πολέμου ακόμη μέσα στο κεφάλι τους. Ραδιόφωνα που παίζουν αναγγελίες νέων πολέμων, νέοι που ξεχνούν την καταστροφή και άλλοι που το κάνουν με κίνητρο να ξορκίσουν το παρελθόν, όσο κι αν οι δοξασίες επιβάλλουν επιστροφή στους νεκρούς. Eνα τέλος του κόσμου σε replay.
Ο Σοέι Ιμαμούρα, με τον Χρυσό Φοίνικα για την «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» ήδη στο παλμαρέ του από το 1983, κάνει με τη «Μαύρη Βροχή» την ταινία που νιώθει ότι οφείλει στον εαυτό του, στην Ιαπωνία, στα κοινωνικά στρώματα που ανέκαθεν υπήρξαν ήρωες του έργου του. Χωρίς να εγκαταλείπει την κοινωνική του ευαισθησία και την εστέτ χορογραφία των πλάνων του, ενδίδει σε αυτό που χαρακτηρίστηκε ήδη στην εποχή του ως μια αναφορά στον Γιασουζίρο Οζου. Η καθημερινότητα ξεδιπλώνεται με μικρές σκηνές που χτίζουν το μεγάλο οικοδόμημα μιας πραγματικότητας ταυτόχρονα μπανάλ και συναρπαστικής, ταυτόχρονα αδιάφορης και συγκλονιστικής. Με μικρές νεορεαλιστικές κορυφώσεις, μια μελαγχολική ματιά πάνω στην ιστορία του μελοδράματος, δόσεις μαγικού ρεαλισμού που κορυφώνονται στην σκηνή του ψαρέματος με τον μεγάλο κυπρίνο προς το φινάλε, η «Μαύρη Βροχή» ολοκληρώνεται σε κάθε σκηνή της ως ένα λυρικό ρέκβιεμ ανθρώπινης επιβίωσης.
Είναι αρκετές οι στιγμές που η ομορφιά του σινεμά επιβάλλεται πάνω στο πιο άσχημο πρόσωπο της ανθρωπότητας, όπως είναι συχνοί οι σπασμοί μιας βαρυσήμαντης δήλωσης πάνω σε κάτι πιο αφοπλιστικά αυταπόδεικτο - όπως για παράδειγμα ήταν σε μια κάποια τολμηρή αναλογία το «Γερμανία Ώρα Μηδέν» του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Ο Ιμαμούρα, ωστόσο, καταφέρνει να αφηγηθεί ένα λαϊκό μύθο με φόντο μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας, με σύνθημα το «ποτέ ξανά» και μια διαχρονική θλίψη για τον άνθρωπο που δεν μαθαίνει ποτέ, ούτε από τα σωστά του ούτε από τα λάθη του, επαναλαμβάνοντας ιστορικούς κύκλους που γράφονται πριν από τις σελίδες της Ιστορίας στα πρόσωπα, τα σώματα, τις ψυχές των ανθρώπων. Αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια στο διηνεκές.