O Mπο φοβάται το στοματικό διάλυμα: αν το καταπιείς κατά λάθος, παθαίνεις καρκίνο; Ο Μπο φοβάται τα αυτοκίνητα: σίγουρα, περνώντας το δρόμο κάποιο θα τον χτυπήσει. Ο Μπο φοβάται τις ειδήσεις στην τηλεόραση: όλες οι καταστροφές, απευθύνονται σε αυτόν. Ο Μπο φοβάται τους γείτονές του στο παρακμιακό γκέτο που μένει: ψυχοπαθείς, αλκοολικοί, άστεγοι που, αν τους δώσει την ευκαιρία, θα μπουν σπίτι του να τον σκοτώσουν. Πάνω από όλους κι όλα, ο θλιβερός μεσήλικας πια Μπο φοβάται την μητέρα του: από εκείνην άλλωστε ξεκινούν όλα. Οταν έρχεται η μέρα που πρέπει να ταξιδέψει στο πατρικό του για την ετήσια επίσκεψη, ο Μπο θα χτυπήσει κόκκινα. Κι έτσι θα ξεκινήσει μία σουρεαλιστική Οδύσσεια επιστροφής στην μήτρα του κακού - διασχίζοντας μία Αμερική εξίσου διαταραγμένη, παρανοϊκή και βαθιά άρρωστη.

Ο Αρι Αστερ έγινε γνωστός με συμβολικές, τολμηρές ιστορίες τρόμου που πάντα ξεπερνούσαν την επιδερμίδα του genre, με ένα βαθύτερο σχόλιο: ιστορίες ενοχών, καταπίεσης, απώλειας κι άρρωστων οικογενειακών δεσμών που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά («Διαδοχή»), ή διαπροσωπικών βαλτωμένων σχέσεων που, αν δεν έχεις το θάρρος να τις τερματίσεις, σαπίζουν από τη σήψη στον ήλιο του «Μεσοκαλόκαιρου».

Εχοντας κερδίσει κοινό και κριτικούς (και κυρίως τους παραγωγούς του), στην τρίτη του ταινία ο Αστερ θέλησε να εκτοξεύσει τον πήχη πέρα από κάθε όριο κι απαίτησε carte blanche για το πιο φιλόδοξο, σουρεαλιστικό, επικών διαστάσεων, «horror-fantasia» όνειρό του. Και εφιάλτη μας.

Με πρωταγωνιστή τον Χοακίν Φίνιξ (τον μοναδικό αμερικανό ηθοποιό που θα μπορούσαμε να φανταστούμε να πηδά χωρίς αλεξίπτωτο στον ρισκέ ρόλο), ο Αστερ ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας και σε μεγάλη, τεράστια οθόνη, όλους τους φόβους του κόσμου. Και το κάνει επικά. Συνθέτει έναν γαργαντουικών διαστάσεων ψυχαναλυτικό δοκίμιο, που χώνεται στα υπόγεια κελάρια του υποσυνείδητου και αναδύει τις πιο μύχιες σχέσεις μας με τον πόθο και την ντροπή, την αγάπη και την ανικανότητα, το φόβο του θανάτου και τον τρόμο για ζωή. Το πένθος - τον πόνο, αλλά και την ανακούφισή του.

Ο Μπο επιστρέφει συχνά στην παιδική του ηλικία για να μάς υποψίασει, μέσα από τη θολούρα του ταραγμένου του μυαλού, ότι όλες οι φοβίες έχουν φροντιστικά διοχετευθεί στην ψυχή του από τον άκοπο ομφάλιο λώρο. Η υπερπροστατευτική μητέρα του, μία ανικανοποίητη, πικραμένη γυναίκα που παρουσιάζει τον πατέρα του νεκρό (πιθανόν να μην είναι), έχει θηλάσει (σε βάθος χρόνου) το γιο της άρρωστη αγάπη, εξάρτηση, ενοχές και τύψεις. Κι επιτυγχάνει να είναι η μόνη γυναίκα της ζωής του, ο μόνος σταθερός άνθρωπος της ζωής του, ο λόγος που δεν έχει ζωή.

Ολα αυτά είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και έχουν ένα σημαντικό αναλυτικό βάθος. Κι αν κανείς συνδυάσει τις κοινωνιολογικές και πολιτικές διαστάσεις της ταινίας, μέσα από το ταξίδι του Μπο και όσους συναντά στο διάβα του (από μάνες που έχουν χάσει τα παιδιά τους στο Ιράκ, μέχρι αναφορές στους μετανάστες της Αμερικής κι επιδείξεις άκρατης αστυνομικής βίας) η ταινία ανοίγει σύνθετους, δύσκολους διαλόγους.

Ομως αυτό δεν την κάνει επιτυχημένη ταινία. Ο Αστερ είναι ανοικονόμητος, φλύαρος (σαν κακός Τσάρλι Κάουφμαν). Κάθε πλάνο του μία Γκουερνικα τρόμου. Κάθε λήψη του μία θορυβώδης επίθεση στην αισθήσεις. Κάθε σκηνή μία σαιξπηρικών διαστάσεων τραγωδία. Είναι σαν να έχει πάρει το τέλος της «Διαδοχής» και το έχει ξεχειλώσει σε ένα παραισθησιογόνο παραληρήμα.

Ο τρόμος θέλει και σιωπές. Το απαιτεί. Θέλει μία ησυχία (όχι μόνο βερμπαλιστική, αλλά και κινηματογραφικών εργαλείων) ώστε να επιτρέπει στο θεατή να νιώσει. Να μην τρέχει (επί 3 ώρες) χωρίς φρένα στην υπερβολή. Γιατί και η υπερβολή συνηθίζεται. Η συνεχής βαβούρα, το μπούκωμα όλων των φιλόδοξων ιδεών, ένας Χοακίν Φίνιξ που τελικά παραμένει αναξιοποίητος (καθώς έχει μόνο μία ημίτρελη φοβισμένη έκφραση) όλα λειτουργούν αντίθετα από το στόχο του Αστερ. Κουράζουν, δεν τρομάζουν.

Πολύ φοβόμαστε ότι ο Μπο έχει κάθε λόγο να φοβάται.